Ήταν καιρός η χώρα μας μετά το Μέγαρο Μουσικής ν αποκτήσει άλλον ένα οίκο υψηλής «τέχνης», ώστε ν αποτελέσει το φωτεινό «φάρο» της σύγχρονης Ελλάδος.
Με παράδοση αιώνων στο θέατρο, το οποίο απ την εποχή του Θέσπη ως τους μεγάλους τραγικούς, Αισχύλο, Σοφοκλή κι Ευριπίδη, αλλά και τους «δικούς» μας Κορνάρο, Χορτάτζη,Τρώιλο, σήμερα, επιτέλους, αναβιώνει προς τέρψη των «φιλότεχνων», το σύγχρονο ελληνικό θέατρο, προσφέροντας στο φιλοθεάμον κοινό καθημερινές παραστάσεις που θα ζήλευαν οι μεγάλοι τραγωδοί και κωμωδιογράφοι της αρχαιότητας και όχι μόνο.
Το θέατρο στεγάζεται στο κέντρο της πρωτεύουσας- όχι πολύ μακριά απ το αρχαίο θέατρο του Διονύσου και το ρωμαϊκό Ηρώδειο- στην πλατεία Συντάγματος. Το κλασικό κτίριο φιλοξενεί «θίασο» 300 υποκριτών που με απαράμιλλη δεξιότητα δίνουν τις παραστάσεις στη «σκηνή» του θεάτρου, ενώ στην ημικυκλική «ορχήστρα» οι «χορευτές» κατά τα πρότυπα των αρχαίων παραστάσεων εκτελούν ρυθμικές κινήσεις ψάλλοντας ωδές και ενίοτε ο «κορυφαίος» του χορού ρίχνει κάνα «γομαρο-κάντηλο» για να ευφρανθούν οι θεατές που παρακολουθούν στο «κοίλον» του θεάτρου (θεωρείο) αλλά και οι οφθαλμολάγνοι τηλεθεατές.
Τα έργα που «ανεβαίνουν» τελευταία είναι «δράματα», με την ίδια κάθε φορά «ηρωίδα» να «θυσιάζεται» στο βωμό του νοσηρού, διεφθαρμένου, εξουσιομανή «άρχοντα», που ως άλλος Κρέοντας πήρε την εξουσία κληρονομικώ δικαίω και καταδυναστεύει το λαό του με «διατάγματα» απειλώντας τον κι εκβιάζοντας τον να μη «θάψει» το άψυχο κουφάρι του δικού του «Πολυνείκη». Η ηρωίδα προσπαθεί ν «αντισταθεί», αλλά οι «φύλακες» που έχει βάλει ο «άρχοντας» δεν αστειεύονται.
Ο «χορός» των γερόντων παρακολουθεί απαθής τις αυθαιρεσίες και την «ύβρη» που διαπράττεται, περιμένοντας τον «από μηχανής Θεό» να επέμβει και να σώσει την «ηρωίδα».
Το «θέατρο» αυτό τα χει «όλα». Έχει τους συντελεστές του με κυρίαρχο ρόλο αυτό των γνωστών-και μη εξαιρετέων- «χορηγών»,-οικονομικοί παράγοντες «καραμανληστί» γνωστοί και ως «νταβατζήδες»- που δε φείδονται κόστους, για να παράσχουν στον «εμπνευστή»του έργου και τους «υποκριτές»-που δεν είναι 2 ή 3 αλλά 300- όλα τα «υλικά» μέσα για το «ανέβασμα» της παράστασης. Έξω από το θέατρο οι «ραβδούχοι» επιτηρούν για την ευταξία του κοινού που προτίθεται να παρακολουθήσει την παράσταση. Οι ραβδούχοι αυτοί δεν είναι «Σκύθες» αλλά «Παπουτσωμένοι» «γάτοι», φέροντες αντί ράβδου χημικά «κοκτέιλ» που προκαλούν τα δάκρυα των «θεατών» πολύ πριν δουν την παράσταση εντός του θεάτρου.
Απ τα μηχανήματα του αρχαίου θεάτρου δεν υπάρχει το «εκκύκλημα»-τροχοφόρο φέρον τα πτώματα του έργου- μια και τα «πτώματα» πια είναι τόσα πολλά, που δε θα προλάβαινε να κάνει τη δουλειά του. Το «βροντείο»-μηχάνημα, που προκαλούσε σκοπίμως έντονο κρότο για να «υποβάλλει» τους θεατές έντονα συναισθήματα, έχει αντικατασταθεί από ευτραφή «υποκριτή»-συμπρωταγωνιστή του «άρχοντα», που τα «μπουμπουνητά» που διαχέει στον περιβάλλοντα χώρο είναι απείρως ηχηρότερα του απηρχαιωμένου «βροντείου».
Όπως προείπαμε, αναζητείται ακόμα ο «από μηχανής Θεός», ενώ οι «περίακτοι»- τα στηρίγματα που παρουσίαζαν το σκηνικό της παράστασης πίσω από τη σκηνή- έχουν μονίμως το ίδιο «φόντο». Καθισμένους κυρίους, ευπρεπώς ενδεδυμένους με τον «υπερυψωμένο» κύριο γραβατωμένο να κινεί χειρωνακτικώς «κουδούναν».
Οι διάλογοι των θεατρικών αυτών έργων, αν και τραγωδίαι, εμπεριέχουν ενίοτε και λεξιλογικά και εκφραστικά στοιχεία πλησιέστερα στην αριστοφανική ελευθεροστομία,παρά στην σοφόκλεια μελίρρυτον έκφραση. Υποκριτές με στεντόρεια φωνή κλέβουν συνήθως την παράσταση, ενώ συχνά ο «λόγος»-επικό στοιχείο- συνοδεύεται από το λυρικό στοιχείο της «όρχησης». Πρόσφατα σ ένα θεατρικό διάλογο ο αντι-Κρέοντας,Ευάγγελος, «κατακεραύνωνε» νεαρό φέρελπι υποκριτή, όχι μόνο με την απαράμιλλη ρητορική δεινότητα που τον διακρίνει, αλλά και με «χορευτικές» πιρουέτες που θα ζήλευε και ο Φώτης Μεταξόπουλος στα νιάτα του.
Οι 300 «υποκριτές» δε φέρουν σήμερα ούτε προσωπεία-μάσκες-, ούτε «κοθόρνους»υψηλά υποδήματα, για να φαίνονται αρκετά «τρομακτικοί». Ο ρόλος τους είναι τόσο ζοφερός, που προκαλούν τον απόλυτο τρόμο, χωρίς να χρειάζονται κανένα απολύτως τρομο-«αξεσουάρ». Τα προκληθέντα συναισθήματα της αρχαίας τραγωδίας (έλεος,φόβος) είναι διαφορετικά απ τα τωρινά. Ο φόβος στον υπερθετικό βαθμό υπάρχει και απλά περιμένει την «κάθαρση» ο σύγχρονος θεατής, ενώ δεν έχει κανένα «έλεος» για τον πρωταγωνιστή.
Διακαώς περιμένει ένα «χορό», αντίστοιχο μ αυτόν της «Ερωφίλης»να κατασπαράξει το σύγχρονο «Φιλόγονο,-ους» και να να προετοιμαστεί για πιο ευχάριστα «έργα».
Εν τούτοις όλες αυτές οι «παραστάσεις» εμπεριέχουν στοιχεία «κωμικο-τραγωδίας», με τους ρόλους των περισσοτέρων να είναι τόσο ασύμβατοι με το «χαρακτήρα» τους, που μόνο «θυμηδία» προκαλεί το «παίξιμο» τους και η κάκιστη υποκριτική τους τέχνη.
Κι ενώ είναι τόσο «ατάλαντοι», όχι μόνο δεν «επιχορηγούνται» οι σύγχρονοι «θεατές»κατά το πρότυποτων «θεωρικών»αλλά είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν υπέρογκο «εισιτήριο»,προκειμένου να παρακολουθούν υποχρεωτικά τις κάκιστες αυτές παραστάσεις.
Αν το αρχαίο θέατρο διαμόρφωσε την υψηλή αισθητική των προγόνων μας, δυστυχώς αυτό το σύγχρονο «θέατρο» προσβάλλει βάναυσα την αισθητική μας, σε τέτοιο βαθμό,που τα φτηνά «τούρκικα» να έχουν μεγαλύτερη αποδοχή από τον νεοέλληνα. Το άσχημο είναι πως οι ίδιοι αυτοί αποτυχημένοι «υποκριτές» θεωρούν εαυτούς, κάτι μεταξύ Κατράκη, Συνοδινού και Κονιόρδου, ενώ δεν είναι κάτι πολύ πιο «ταλαντούχο» απ τα περιφερόμενα «μπουλούκια» της μετεμφυλιακής περιόδου.
* ο Μιχάλης Τζανάκης είναι φιλόλογος
http://tonoikaipnevmata.wordpress.com