Σε εποχές όπου η συλλογική μνήμη ατονεί, ένα συνέδριο ημερολογιακά κοντά στην εθνική μας επέτειο, έρχεται να μας υπενθυμίσει το αυτονόητο. Πατεράδες και παππούδες, μανάδες και συγγενείς, τα αδέλφια μας για να μην ξεχνιόμαστε, όχι μόνο παντοιοτρόπως έσπευσαν εκείνες τις μέρες του ’40 να προσφέρουν στον κοινό αγώνα αλλά καιρό πριν από την παγκόσμια λαίλαπα προετοιμάζονταν μεθοδικά κατασκευάζοντας τα θρυλικά οχυρά των βορείων ελληνικών συνόρων. Τηs οχυρωματικής γραμμής Μεταξά, όπως λέγεται, ως έργου πολύ υψηλών προδιαγραφών και δείγματος πολύπλευρης συνεργασίας σε όλα τα επίπεδα του κρατικού αλλά και του ιδιωτικού τομέα, με κοινό στόχο το συμφέρον του τόπου. Σχεδίαση, τρόπος κατασκευής, οργάνωση και πρόνοια για τους εργαζομένους είναι από αυτά που θα ζήλευαν ακόμη και σήμερα έμπειροι μελετητές και υψηλόμισθοι μάνατζερ.
Ή για να τo πούμε αλλιώς, φιλότιμο να απλώνεται στο μέγιστο, από το Μπέλες ως και τη Θράκη. Μνήμες λοιπόν, πρωτίστως όμως η τιμή που τoυς πρέπει, κατατέθηκαν στο 14ο Πανελλήνιο Συνέδριο Σκυροδέματος στην Κω και μεταφέρονται στον «Ε.Τ.» από τον ομότιμο καθηγητή τηε Σχολής Πολιτικών Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου κ. Θεοδόση Τάσιο.
Δείγμα μακρόπνοης προετοιμασίας και ορθού στρατηγικού σχεδιασμού είναι ότι «η μελέτη που άρχισε τo 1933 όταν για πρώτη φορά το Γενικό Επιτελείο Στρατού κατάρτισε ένα προσχέδιο κατασκευής των οχυρωματικών έργων, θεωρώντας ότι πρόκειται για έργο μεγάλης εθνικής σημασίας. Απόδειξη ins αποφασιστικότητας είναι ότι το 1935 το Επιτελείο επανήλθε θεσπίζοντας επιτροπή μελετών και οχυρώσεων.
Υψηλό φρόνημα
Ένα χρόνο αργότερα, τον Απρίλιο του 1936, πραγματοποιείται η χάραξη των έργων και προσδιορίζονται οι πρώτες καταληκτικές ημερομηνίες, όπως άλλωστε ισχύει και με κάθε έργο πολύ υψηλού. Επιπέδου».
Διερωτάται κανείς πού να αποδώσει τιμές σε ένα πρόσωπο, σε ομάδες καθηγητών και στρατιωτικών, σε ιδιώτες τεχνικούς, μήπως στο ελληνικό φρόνημα, στη συνέργεια δυνάμεων. «Στον Ιωάννη Στρίμπερ αρχικώς, την ιδιοφυΐα στη σύλληψη και εν συνεχεία εκτέλεση του έργου, στο στρατιωτικό που αργότερα έλαβε το βαθμό του στρατηγού αναλαμβάνοντας τη διοίκηση του φρουρίου Θεσσαλονίκης, στον άνθρωπο που είχε δικαιοδοσίες επιπέδου υπουργού στρατιωτικών. Αλλά και στον Ιωάννη Μεταξά ο oποιος, διορατικός επιτελάρχης ο ιδιos, αγκάλιασε πλήρως το έργο και την προοπτική του να θωρακίσει τον ελληνικό χώρο».
“Το έργο περιελάμβανε 21 οχυρές θέσεις. διαθέτοντας μεγάλο πλήθος οπό οχυρά, εκατοντάδες μέτρα από υπόγεια και προστατευτικά έργα, καθώς και ισχυρή επιμελητεία
Για να φανεί ποιοτικώς η έκταση του έργου, αξίζει να αναφέρουμε ότι διέθετε υπόγεια καταφύγια, διαδρόμους, θαλάμους, νοσοκομεία, τηλεφωνικά κέντρα, αποθήκες, ένα πλήρες$ σύστημα υδρεύσεως και αποχετεύσεως.
Υπόγειες στοές
Επίσης πλήρες σύστημα ηλεκτροφωτισμού, σύστημα συγκοινωνιών, υπογείων και επιφανειακών, αντιαρματική, αντιαεροπορική και άμυνα και άμυνα κατά προσωπικού». Μάλλον χρειάζεται αρκετή φαντασία για να κατανοήσει κανείς το μέγεθος του άθλου που πέτυχαν οι πατεράδες και οι παππούδες μας πολύ πριν αρκετοί εξωθήσουν σε συντριπτική ήτα την πανίσχυρη Ιταλία του Μουσολίνι.
“Φαντασθείτε ότι τα οχυρωματικά έργα είχαν μήκος υπογείων στοών μεγάλου πλάτους γύρω στα 40 χιλιόμετρα, 200.000 κυβικά μέτρα ήταν τo μπετόν που χρησιμοποιήθηκε για τις ανάγκες του έργου, ενώ οι εκσκαφές βράχων αγγίζουν το ένα εκατομμύριο κυβικά μέτρα – εργασίες για τις οποίες καταβλήθηκαν 3 εκατομμύρια μεροκάματα».
«Όλη αυτή η υποδομή υποδεχόταν το στρατιωτικό σκοπό της οχύρωσης, τα έργα άρχιζαν από το τριεθνές, το σημείο συνάντησης γιουγκοσλαβικών και βουλγαρικών συνόρων, το Μπέλες, και όδευε προς Ανατολάς μέχρι να φθάσει στη Θράκη».
Ακούμε στις μέρες μας για πολύ υψηλά ποσά που διατίθενται σε μεγάλης κλίμακας έργων υποδομής, θεωρώντας ότι αποτελούν σημαντική επιβάρυνση στον ελληνικό Προϋπολογισμό. «Σε εποχές πολύ πιο δύσκολες ακόμη και για την επιβίωση του ελληνικού λαού θα κατανοήσουμε τη σημασία που απέδιδε το ελληνικό κράτος πληροφορούμενοι ότι η συνολική δαπάνη σε προπολεμικές δραχμές ανερχόταν σε ενάμισι δισεκατομμύριο. Κάνοντας την αναγωγή σε σημερινά δεδομένα και λαμβάνοντας υπόψη ορισμένα κριτήρια, βρήκαμε μια ρεαλιστική αντιστοιχία με μισό τρισεκατομμύριο δραχμές, κόστος που ισοδυναμεί σήμερα με 150 χιλιόμετρα αυτοκινητοδρόμου».
Θα διερωτηθεί κανείς πως το κατά παράδοση ανοργάνωτο ελληνικό Δημόσιο κατάφερε να φέρει σε πέρας ένα τόσο σημαντικό έργο και μάλιστα υπό δυσμενείς συνθήκες πριν αλλά και μετά την έναρξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. «Από τη Διεύθυνση Μηχανικού του Στρατού έγινε η μελέτη σε συνεργασία με κορυφαίους Έλληνες μελετητές της εποχής με τον αείμνηστο Αμπουσελάμ και άλλους, χωρίς δυστυχώς να έχουμε ακόμη βρει περισσότερα στοιχεία στα αρχεία.
Πυροβόλα
Aς διατηρήσουμε στη μνήμη μας ότι έως την ολοκλήρωσή τους πολλές ήταν οι δυσχέρειες στη χρηματοδότηση, η Ελλάδα ήταν φτωχή χώρα και αντιμετώπιζε μεγάλη αδυναμία στην προσπάθειά της να εισαγάγει ξένο υλικό.
Ακόμη και τα πυροβόλα που εγκαταστάθηκαν στις προβλεπόμενες σταθερές θέσεις μέσα στα οχυρά, ήταν συμβατικά πυροβόλα που τροποποιήθηκαν από τους Ελληνες τεχνικούς. Έγιναν πάσης φύσεως τέτοιες προσπάθειες οικονομικών λύσεών».
Υπόδειγμα και για τα σημερινά δεδομένα αποτέλεσε η διεύθυνση του έργου. «Υπήρχαν πέντε διευθύνσεις έργων από εμπειρότατους αξιωματικούς του μηχανικού, σε συνεργασία με πολλούς Έλληνες εργολάβους, όπως οι εταιρίες του Γαβαλά, του Τριανταφυλλίδη και άλλων που τα ονόματά τoυs βρίσκουμε σιγά-σιγά στα αρχεία.
Στρατιωτικοί και ιδιώτες, ήταν όλοι τους κορυφαίοι, με την εθνική έννοια του όρου. Να επισημάνουμε ακόμη τον τεράστιο ρόλο που έπαιξε τo Μετσόβιο Πολυτεχνείο με κορυφαίο στη συνεισφορά του τον καθηγητή του οπλισμένου σκυροδέματος και δάσκαλό του Περικλή Παρασκευόπουλου”.
“Σε μια εποχή που τo αποδεκτό μπετόν «ανήκε στην κατηγορία 120, την ποιότητα δηλαδή που έχει αντοχή 120 κιλών ανά τετραγωνικό εκατοστό, οι πατεράδες μας αποφάσισαν να φτιάξουν μια πολύ καλύτερη ποιότητα με αντοχή 400 κιλά ανά τετραγωνικό εκατοστό Χρειάστηκαν πολλά χρόνια από τότε μέχρι να ξαναγίνει στην Ελλάδα αυτός ο περίπου τετραπλασιασμός στην ποιότητα του μπετόν”.
Προς τιμήν όμως των ανθρώπων που πήραν την ευθύνη να κτίσουν ένα τόσο σημαντικό έργο οι καινοτομίες δεν τελειώνουν εδώ. “Στο μπετόν αυτό εφαρμόστηκαν μηχανικά μέσα, χρησιμοποιήθηκαν δηλαδή μπετονιέρες και και δονητές που δεν ήταν τότε διαδεδομένα.
Προκειμένου να αυξήσουν τη στεγανότητα και την ανθεκτικότητα του υλικού στα υπόγεια έργα, έκαναν χρήση Θηραϊκής γης σε αναλογία 50 κιλά ανά κυβικό σκυροδέματος, κάτι τo οποίο εφάρμοσα κι εγώ στα υπόγεια έργα του Ναυτικού μετά 20 χρόνια, ενώ η τεχνική ήταν γνωστή από την αρχαιότητα. Ακόμη και το τσιμέντο ήταν ειδική παραγγελία στα εργοστάσια TITAN”.
Τι να προσθέσει κανείς ακόμη σε τούτη την πέραν του συνήθους προσπάθεια του έθνους. “Ήταν μια μεγάλη πρόκληση ο υπολογισμός του οπλισμένου σκυροδέματος και η διανομή του οπλισμού, τμήματα που απασχολούσαν τους ειδικούς τότε, και ακόμη σήμερα δεν υπάρχει μια πλήρης επιστημονική θεωρία για τον ακριβή υπολογισμό των τεχνικών λεπτομερειών σε θέματα αντοχής σε εκρήξεις.
Γι’ αυτό και το Επιτελείο προσέφυγε στην επιτροπή των τριών μεγάλων καθηγητών του Πολυτεχνείου, των Νίκου Κιτσίκη πρύτανη, Περικλή Παρασκευοπούλου καθηγητή μπετόν και Αθανάσιου Ρουσόπουλος καθηγητή σιδηρών, ενώ στην επιτροπή συμμετείχαν και δύο σημαντικοί αξιωματικοί του Μηχανικού, οι Θεοδώρους και Αγάθωνος.
Η Επιτροπή υπέβαλε και γραπτή έκθεση οποία είναι ένα αριστούργημα επιστημονικής σκέψης για την εποχή εκείνη, με την οποία αποφαίνεται. Οι επάνω μάζες του σκυροδέματος πρέπει να είναι οπλισμένες με οπλισμό όσο το δυνατόν μικροτέρας διαμέτρου, σαν να ήσαν ίνες, και όσο τo δυνατόν πυκνότερης διάταξης, χωρίς να είναι σε επαφή με τους οπλισμούς καθέτως προς την επιφάνεια.
Αυτά γράφει η έκθεση και είναι σαν να εφευρέθηκε από τότε το ινωαλισμένο σκυρόδεμα, τo οποίο γνωρίζουμε σήμερα πόσο ανθεκτικότερο είναι στη διάτρηση και τις εκρήξεις”.
Ανελέητο σφυροκόπημα από τα στούκας
Με τον τρόπο που μόνον η γερμανική πολεμική μηχανή γνώριζε άρχισε η επίθεση κατά της οχυρωματικής θέσεως». Ξημερώματα, 05.15,της 6ns Απριλίου άρχισε το σφυροκόπημα του οχυρού Ρούπελ, με βομβαρδισμό από τα καθέτου εφορμήσεως αεροπλάνα στούκας. Kαπνός, σκόνη και χρώματα μείωσαν την ορατότητα στο ελάχιστο και ο αχός του πολέμου αναμενόταν να κάμψει τo φρόνημα των υπερασπιστών. Πίστευαν οι Γερμανοί πως θα τo έβαζαν στα πόδια οι Ελληνες και θα παραδίνονταν σχεδόν αμαχητί.
Γνώριζαν βέβαια τι βρισκόταν απέναντί τους, όμως κανείς δεν τρόμαξε, όλοι έμειναν στις θέσεις τους ενώ ειδικές δυνάμεις απομάκρυναν τα υπολείμματα των βράχων για να αποκαταστήσουν την ορατότητα. Επί 24 ώρες διεξήγοντο σκληρές μάχες γύρω από την οχυρωματική θέση Ρούπελ, δίδοντας μια γεύση πραγματικής άμυνας στις γερμανικές δυνάμεις, που ήδη γνώριζαν σημαντικές απώλειες και καταστροφές. Ξημέρωνε η η Απριλίου όταν περίπολοι στρατιωτών του Ρούπελ εκκαθάριζαν τη γύρω περιοχή συλλαμβάνοντας αιχμαλώτoυς.
Οι Γερμανοί απαντώντας εξαπέλυσαν σφοδρούς βομβαρδισμούς με βόμβες βάρους 500 κιλών, που συνεχίστηκαν και τις δύο επόμενες ημέρες, σε συνδυασμό με καταιγιστικές βολές πυροβολικού.
Ίσως και και να συνεχιζόταν επί μέρες η κατάσταση αυτή, αφού οι απώλειες συγκριτικά ήταν μικρές, αν στις 5 το απόγευμα της 9ns Απριλίου δεν προσερχόταν στο οχυρό Ρούπελ αντιπροσωπία των Γερμανών για να γνωστοποιήσει την συνθηκολόγηση. Ούτε προς στιγμήν να το διανοηθεί δεν δέχτηκε ο διοικητής του, ταγματάρχης Γεώργιος Δουράτσας. Την επομένη η εντολή συνθηκολόγησης από τη Μεραρχία αντιμετωπίσθηκε με πλήρη άρνηση των υπερασπιστών, ωστόσο ήταν αναγκαίο να γίνει.
Έβλεπε το φως της ημέρας τους μαχητές, παραδομένοι πλέον, να εξέρχονται από το οχυρό τους αντικρίζοντας την παρατεταγμένη δύναμη των Γερμανών στρατιωτών να παρουσιάζουν όπλα, τιμώντας τον αγώνα τους. Είχαν τουλάχιστον να θυμούνται τα συγχαρητήρια των Γερμανών αξιωματικών και τη διαπίστωση ότι τα οχυρωματικά έργα ήταν υπέρτερα της γραμμής ΜΑΖΙΝΟ και ισότιμα προς την γραμμή ΖΙΓΚΦΡΙΝΤ.
Οργάνωση σε κάθε λεπτομέρεια
Αρκούσε μια τόσο εμπεριστατωμένη και προωθημένη στη σύλληψή της προσέγγιση για ένα τόσο σημαντικό έργο; «Όχι, διότι έπρεπε να συνοδεύεται και από την οργάνωση σε κάθε της λεπτομέρεια, τομέα στον οποίο συνέβαλε η διευθυντική ικανότητα του στρατού και ειδικότερα οι αρμοδιότητες σε επίπεδο υπουργού Στρατιωτικών που είχε λάβει κατ’ εξουσιοδότηση ο στρατηγός Στρίμπερ. Μήπως διαφαίνεται σε μια σημαντική αποκέντρωση, μια εξαιρετικά μοντέρνα από πλευράς διαχείρισης επιλογή;
“Προφανώς. Ένα παράδειγμα. Ο διοικητής αποφασίζει με ποιον τρόπο θα κάνει την εργασία, έχει δικαίωμα προμηθειών μέχρι 200.000 δραχμών, επίσης να μισθώνει και να προσλαμβάνει προσωπικό”. Αν το δούμε αλλιώς “δεν μπορείς να περιμένεις επείγον και υψηλής ποιότητας αποτέλεσμα όταν βάζεις εμπόδιο όλες τις σιδεριές του δημόσιου λογιστικού”.
“Δεν είχε ευθυνολαγνεία, τον ενδιέφερε να κάνει το έργο. Είναι δε προς τιμήν των εργολάβων και το γεγονός ότι όταν στέρεψε to δημόσιο χρήμα στα χρόνια 1938 και 1939, δέχτηκαν να εργάζονται επί πιστώσει για να πληρωθούν την επόμενη χρονιά. Επτώχευσαν βέβαια οι άνθρωποι, αλλά τέτοια μπέσα είχαν. Είναι ωραίο παράδειγμα για την πρόοδο του τόπου”.
*Ιστορικά στοιχεία και φωτογραφίες από τον δικτυακό τόπο http://ltee-serron. sch.gr/ergasies/roype 12/roupel4.htm και http: //www.serrεs.gr /History/roupel.html
**To ρεπορτάζ αυτό είναι ο ελάχιστος φόρος τιμής στους Έλληνες που όρθωσαν του ανάστημα τους ενάντια στους εισβολείς, στους Έλληνες που θυσίασαν τη ζωή τους στα σύνορα μας, στη χώρα μας από άκρη σε άκρη, και καθ’ όλη τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου.
http://cpjournalist.wordpress.com/2010/10/28/
http://www.elzoni.gr