Η χαμηλή σεξουαλική αυτοεκτίμηση και η ντροπή για τη θηλυπρέπειά του εξηγούν τις ιδέες και την πράξη του
Ο Άντερς Μπέρινγκ Μπρέιβικ, αριστερά, σε νεαρή ηλικία.
Αρκετοί Νορβηγοί θέλουν να δουν τον Άντερς Μπέρινγκ Μπρέιβικ
να σαπίζει στη φυλακή, κάποιο μάλιστα ζητούν να δικαστεί για εγκλήματα
κατά της ανθρωπότητας. Ο πατέρας του ακροδεξιού τρομοκράτη δήλωσε ότι «θα ήταν καλύτερα αν είχε αυτοκτονήσει» και
αρνήθηκε να τον ξαναδεί. Λίγοι τολμούν να ξεστομίσουν το όνομα του πιο
μισητού ανθρώπου στη Νορβηγία, ο οποίος βύθισε στο πένθος δεκάδες
οικογένειες ξυπνώντας το σκανδιναβικό κράτος από τον ειρηνικό του
λήθαργο.
Όμως πώς κατέληξε ένα τυπικό «προϊόν» της μεσαίας τάξης μίας
φιλήσυχης και συναινετικής κοινωνίας που παραδοσιακά προασπίζεται τις
φιλελεύθερες αξίες της ανεκτικότητας και της ισότητας, να «δαγκώσει το
χέρι που τον τάιζε» ορμώμενος από τέτοιες σοκαριστικά ακροδεξιές
αντιλήψεις; Οι συμπατριώτες του 32χρονου μακελάρη, αναφέρουν ξένοι
σχολιαστές, δεν είναι έτοιμοι να απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα.
«Δεν θέλουν να προσφέρουν στον Μπρέιβικ καμία αναγνώριση. Αλλά
κάποια στιγμή θα πρέπει να θέσουμε στους εαυτούς κάποιες πολύ δύσκολες
ερωτήσεις για το πώς ο Μπρέιβικ εξελίχθηκε στο άτομο που είναι σήμερα
και αν δεν το κάνουμε κάτι θα είναι πολύ λάθος. Ο Μπρέιβικ, δεν πρέπει
να ξεχνάμε, ήταν ένας άνδρας που απόλαυσε κάθε προνόμιο που του έδινε η
Νορβηγία» εξήγησε στον βρετανικό Independent, δημοσιογράφος της νορβηγικής εφημερίδας Dagbladet.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτών των προνομίων, που περιγράφουν
σε μεγάλο βαθμό τη ζωή στη Νορβηγία, αποτελεί και ο τρόπος που μεγάλωσε ο
Μπρέιβικ στο Σκόγιεν, ένα πλούσιο προάστιο δυτικά του Όσλο. Με μεγάλα
σπίτια, καταπράσινους κήπους και καταξιωμένους επαγγελματικά κατοίκους -
οι συμμαθητές του Μπρέιβικ, γιατροί, δικηγόροι και στελέχη
επιχειρήσεων, ζουν εκεί - το Σκόγιεν συνοψίζει το «νορβηγικό όνειρο». Ο
Μπρέιβικ γεννήθηκε το 1979, από πατέρα διπλωμάτη καριέρας και μητέρα
νοσοκόμα.
Αξιοσημείωτο είναι ότι και οι δύο γονείς του ήταν υποστηρικτές του νορβηγικού Εργατικού κόμματος. «Βρισκόταν συνέχεια σε επαγρύπνηση αλλά δεν ξεχώριζε στο σχολείο» είπε πρώην συμμαθητής του. «Ήταν ένα άτομο που τα πήγαινε καλά με τους υπόλοιπους. Δεν ήταν παρείσακτος και δεν έμοιαζε να έχει προβλήματα» συμπλήρωσε.
Ο Μπρέιβικ τράβηξε την προσοχή μία και μοναδική φορά στη διάρκεια της
εφηβείας του: όταν σε ηλικία 15 χρόνων έγινε μέλος μίας τοπικής
συμμορίας γκραφίτι που συγκρούστηκε με μία αντίπαλη συμμορία νεαρών
Πακιστανών μεταναστών, των οποίων η βίαια συμπεριφορά, τρόμαξε τον
Μπρέιβικ.
Οι κοινωνικο - πολιτικές του αντιλήψεις έγιναν εμφανείς όταν, όσο
υπηρετούσε στον στρατό, έγινε μέλος της νεολαίας του ακροδεξιού
νορβηγικού Κόμματος της Προόδου, από όπου αποχώρησε 10 χρόνια αργότερα,
επειδή αισθανόταν ότι είχε γίνει μέρος του κατεστημένου. Τίποτε στην
παιδική ηλικία του Μπρέιβικ δεν εξηγεί τη μετέπειτα εξέλιξή του,
υποστηρίζουν ειδικοί. Ωστόσο, προσπαθώντας να αναλύσουν τη ψυχοσύνθεση
του νορβηγού δολοφόνου, οι ψυχίατροι εστιάζουν τώρα στην προσωπική και
τη σεξουαλική του ζωή.
Ένα στοιχείο που φαίνεται να έχει διαμορφώσει τον κλινικά
ψυχαναγκαστικό χαρακτήρα του, είναι η κακή υγεία της μητέρας του. Αν όσα
γράφει στις τελευταίες σελίδες του μανιφέστου του είναι αλήθεια, τότε η
μητέρα του βρίσκεται στα τελευταία στάδια ενός αφροδίσιου νοσήματος το
οποίο κόλλησε πριν χρόνια, με αποτέλεσμα η πνευματική της κατάσταση να
θυμίζει αυτή «δεκάχρονου παιδιού». Οι γονείς του Μπρέιβικ χώρισαν όταν
εκείνος ήταν μόλις ενός έτους. Έκτοτε έμενε με τη μητέρα του, ενώ μέχρι
τα 15 του διατηρούσε σποραδική επικοινωνία με τον πατέρα του.
Η μητέρα του αργότερα ξαναπαντρεύτηκε έναν νορβηγό ταγματάρχη. Αν
και ο Μπρέιβικ έδειχνε να θεωρεί τον πατριό του «καλό τύπο», ενδόμυχα
τον αντιπαθούσε επειδή πίστευε ότι ήταν ακόμη ένα προϊόν των υπερβολικά
φιλελεύθερων αντιλήψεων της νορβηγικής κοινωνίας προς το σεξ. Μάλιστα
φαίνεται να τον κατηγορεί επειδή κόλλησε τη μητέρα του ένα σοβαρό
αφροδίσιο νόσημα, το οποίο πέρασε και σε μία από τις ετεροθαλείς αδελφές
του. «Η μητέρα μου και η αδελφή μου δεν ντρόπιασαν μόνο εμένα αλλά τους εαυτούς τους και την οικογένειά μας» γράφει αυτοβιογραφούμενος στο μανιφέστο του. «Πρόκειται για μία οικογένεια που είχε ήδη καταστραφεί ως αποτέλεσμα της φεμινιστικής/ σεξουαλικής επανάστασης» συνεχίζει,
καταλήγοντας ότι ο νορβηγικός φιλελευθερισμός, ιδίως η σεξουαλική
απελευθέρωση της νορβηγικής κοινωνίας, του επέτρεψε «υπερβολική ελευθερία» και «ως ένα βαθμό με έκανε θηλυπρεπή».
Ο Μπρέιβικ δεν φαίνεται να είχε ποτέ κάποια σύντροφο άξια αναφοράς.
Μάλιστα ψυχολόγοι υποστηρίζουν ότι υπέφερε από ενδόμυχα συναισθήματα
σεξουαλικής ανικανότητας. Ισως υποσυνείδητα, λένε, να ζήτησε
«αποζημίωση» μέσω μίας αποκρουστικής πράξης βίας με τη βοήθεια
«φαλλικών» όπλων, όπως τα αυτόματα, οι καραμπίνες και το πιστόλι Glock
με το οποίο σκότωσε τον έναν νορβηγό έφηβο μετά τον άλλον στο νησί
Ουτόγια.