1 Ιουν 2011

"Tέλος" στην ανωνυμία των bloggers

"Τέλος" στην ανωνυμία των bloggers που είχε βάλει το 2009 ο τότε εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Σανιδάς επαναλαμβάνει σήμερα με νέα γνωμοδότησή του ο αντεισαγγελέας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Ο κ. Κατσιρώδης επανέρχεται στο θέμα αυτό ύστερα από νέο ερώτημα του Τμήματος Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Οικονομικών Εγκλημάτων Αρχαιοκαπηλίας και Ηθών της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής.

Ειδικότερα, το Τμήμα Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος υπέβαλε στην Ανώτατη Εισαγγελία το ερώτημα εάν ισχύουν οι δύο γνωμοδοτήσεις των κ.κ. Σανιδά και Τέντε μετά την επικύρωση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την άρση του απορρήτου της επικοινωνίας και τη χορήγηση δεδομένων επικοινωνιών στις αρμόδιες αρχές. Συγκεκριμένα, το ερώτημα είναι εάν «οι πάροχοι υπηρεσιών Διαδικτύου, στο πλαίσιο προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης ύστερα από παραγγελία εισαγγελέα που διενεργούνται από τη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, υποχρεούται να σας γνωστοποιούν τα στοιχεία του προσώπου στα οποία αντιστοιχούν ηλεκτρονικά ίχνη ή τηλεφωνικοί αριθμοί κλήσεως εγκληματικής πράξεως, συγκεκριμένης ημεροχρονολογίας, χωρίς την τήρηση της διαδικασίας άρσεως του απορρήτου».

Υπενθυμίζεται ότι ο κ. Σανιδάς στη γνωμοδότησή του (9/2009) ανέφερε μεταξύ των άλλων ότι τα blogs στο Ιnternet δεν καταλαμβάνονται από το συνταγματικό απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης και επικοινωνίας που κατοχυρώνονται από το άρθρο 19 του Συντάγματος. Ούτε όμως για την άρση του απορρήτου πρέπει να έχει προηγηθεί άδεια της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου (ΑΔΑΕ) ή οποιασδήποτε άλλης Αρχής, ανέφερε ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός. Σύμφωνα με τη γνωμοδότηση του κ. Σανιδά, αίρεται το απόρρητο των στοιχείων όσων μέσα από τα blogs αναρτούν υβριστικά, απειλητικά ή εκβιαστικά δημοσιεύματα ή φωτογραφίες παιδικής πορνογραφίας ή διαπράττουν εν γένει εγκλήματα.

«Οι περιπτώσεις στις οποίες οι ανακριτικές αρχές για την εντόπιση του δράστη εξυβριστικών, συκοφαντικών, απειλητικών, εκβιαστικών τηλεφωνικών κλήσεων ή μηνυμάτων, κατά την διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως, προανακρίσεως ή κυρίας ανακρίσεως, κατόπιν εγκλήσεως κατά κανόνα του παθόντος, δέκτη των εν λόγω κλήσεων κ.λπ., ζητούν την ανακοίνωση εκ μέρους των παρόχων υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών στοιχείων σχετικών με την ταυτότητα ή τη θέση της συνδέσεως ή του χρήστη, εκφεύγουν του προστατευτικού πεδίου της διατάξεως του άρθρου 19 παράγραφος 1 του Συντάγματος», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Και συνέχιζε στη γνωμοδότησή του ο κ. Τέντες ότι «οι ανακριτικές αρχές, ανταποκρινόμενες στο προστατευτικό καθήκον του Κράτους, εκδηλούμενο ως θετική υποχρέωση αυτού προς διασφάλιση της ανεμπόδιστης και αποτελεσματικής ασκήσεως των δικαιωμάτων του ατόμου, κατ’ άρθρο 25 παράγραφος 1 του Συντάγματος, και ενεργούσες σύμφωνα με τη συνταγματική επιταγή για παροχή έννομης προστασίας (άρθρο 20 του Συντάγματος) και τιμωρήσεως των εγκλημάτων μπορούν, στο πλαίσιο του δικαιώματός τους να συγκεντρώνουν τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία για τη βεβαίωση του εγκλήματος, να ζητούν τα προαναφερόμενα στοιχεία, χωρίς την προηγούμενη τήρηση της διαδικασίας άρσεως του απορρήτου του εκτελεστικού της διατάξεως του άρθρου 19 παράγραφος 1 εδάφιο β΄ του Συντάγματος Ν. 2225/1994, αφού δεν πρόκειται για απόρρητο».

Υπενθυμίζεται ότι η γνωμοδότηση του κ. Σανιδά είχε προκαλέσει, τότε, την αντίδραση της ΑΔΑΕ (η οποία απέστειλε και ερώτημα στον Τέντε), όπως και την αντίδραση του τότε προέδρου της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, Χρ. Γεραρή.

Τώρα, όπως αναφέρει στην γνωμοδότησή του ο κ. Κατσιρώδης, οι δύο γνωμοδοτήσεις του κ. Σανιδά και του κ. Τέντε καταλήγουν συμπερασματικά ότι «οι αρμόδιες δικαστικές αρχές (εισαγγελικές, προανακριτικές, ανακριτικές κ.τ.λ.) μπορούν να ζητούν από τους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών να τους γνωρίσουν τα στοιχεία εντοπισμού των προσώπων που τελούν διάφορα εγκλήματα (εκβίαση, δυσφήμηση, απειλή, εξύβριση κ.τ.λ.) με κακόβουλες κλήσεις ή μηνύματα ή μέσω Διαδικτύου, χωρίς να τηρούν την προβλεπόμενη διαδικασία άρσεως του απορρήτου».

Παράλληλα, ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου σημειώνει ότι ο νομοθέτης με τις ρυθμίσεις του Ν. 3917/2011 δεν θέλησε να εισαγάγει νέο περιοριστικό καθεστώς για τη χορήγηση «των εξωτερικών στοιχείων της επικοινωνίας». Εξάλλου, υπογραμμίζει ο κ. Κατσιρώδης, οι γνωμοδοτήσεις του 2009 "δεν αφορούν αιτήματα οποιωνδήποτε ''αρμόδιων αρχών'' αλλά αιτήματα ανακριτικών αρχών, που ενεργούν σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές για παροχή έννομης προστασίας και τιμώρηση των εγκλημάτων τα οποία (αιτήματα) αναφέρονται σε περιπτώσεις στις οποίες δεν πρόκειται για απόρρητο κατά την έννοια του άρθρου 19 παράγραφος 1 του Συντάγματος".