Η μεγαλύτερη πρόοδος που έχει ποτέ επιτευχθεί ποτέ στην αντιμετώπιση των εμφραγμάτων και των εγκεφαλικών φαίνεται να ανήκει σε μια νέα τεχνική. Έλληνες επιστήμονες που δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ, έπαιξαν τεράστιο ρόλο στη σπουδαία αυτή ανακάλυψη.
Μια ένεση που γίνεται σε ασθενείς μέσα σε 12 ώρες μετά την εκδήλωση εμφράγματος ή εγκεφαλικού, μπορεί να μειώσει πάνω από 60% τις ζημιές για τον οργανισμό, σύμφωνα με μια νέα επιστημονική έρευνα.
Τα εμφράγματα και τα εγκεφαλικά μπορεί να προξενήσουν σοβαρές και ίσως θανατηφόρες βλάβες στον μυϊκό ιστό της καρδιάς και στα εγκεφαλικά κύτταρα. Οι ζημιές αρχικά προκαλούνται λόγω διακοπής της κυκλοφορίας του αίματος που επιφέρει ο θρόμβος ή η αιμορραγία, στερώντας έτσι τα όργανα του σώματος από το αναγκαίο οξυγόνο (η λεγόμενη ισχαιμία με ιατρικούς όρους).
Η μεγαλύτερη όμως βλάβη συμβαίνει αμέσως μετά: Όταν περάσουν εννέα με δώδεκα ώρες, μετά από μια διαδικασία στον ανθρώπινο οργανισμό προκαλείται μια μαζική φλεγμονή, στην οποία τελικά οφείλεται περισσότερο από το 80% της μόνιμης βλάβης που αφήνει το επεισόδιο στον ασθενή (κάτι που μπορεί να καταλήξει και σε θάνατο).
Όμως οι ερευνητές και οι επιστήμονες ανέπτυξαν ένα αντίσωμα, το οποίο περιορίζει σε μεγάλο βαθμό τη δευτερογενή ζημιά. Το αντίσωμα, που εισάγεται μέσω ένεσης, μειώνει πάνω από 60% τη φυσική βλάβη των ιστών της καρδιάς και του εγκεφάλου μετά το ισχαιμικό επεισόδιο, καθώς εμποδίζει τον οργανισμό να επιτεθεί στο ίδιο του το σώμα και, έτσι, ο ασθενής συνεχίζει να οξυγονώνεται κανονικά.
Οι μελέτες αυτές διήρκεσαν επτά χρόνια και πραγματοποιήθηκαν σε ζώα, ενώ αισιοδοξία κυριαρχεί και για την εφαρμογή των πειραμάτων αυτών και στους ανθρώπους.
«Δεν πιστεύαμε αυτό που βλέπαμε, ούτε οι καρδιολόγοι το πίστευαν. Είναι εντυπωσιακό ότι το φάρμακο μπορεί να δοθεί τόσο χρόνο μετά το επεισόδιο και όμως να είναι αποτελεσματικό. Ακόμα και το πιο αργό ασθενοφόρο στον κόσμο μπορεί να μεταφέρει κάποιον στο νοσοκομείο μέσα σε εννέα ώρες», τόνισε ο Βίλχελμ Σβέμπλε, καθηγητής ανοσολογίας του Τμήματος Καρδιαγγειακών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Λέστερ και επικεφαλής της μελέτης.
H ελληνική συμμετοχή τόσο των επιστημόνων και ερευνητών, όσο και μελών εταιριών που συμμετέχουν στις μελέτες αυτές αποτελεί ορόσημο για την ανακάλυψη αυτή.
Οι πρώτες κλινικές δοκιμές σε ανθρώπους προγραμματίζονται να γίνουν μέσα στην επόμενη διετία.
http://www.cosmo.gr/
Μια ένεση που γίνεται σε ασθενείς μέσα σε 12 ώρες μετά την εκδήλωση εμφράγματος ή εγκεφαλικού, μπορεί να μειώσει πάνω από 60% τις ζημιές για τον οργανισμό, σύμφωνα με μια νέα επιστημονική έρευνα.
Τα εμφράγματα και τα εγκεφαλικά μπορεί να προξενήσουν σοβαρές και ίσως θανατηφόρες βλάβες στον μυϊκό ιστό της καρδιάς και στα εγκεφαλικά κύτταρα. Οι ζημιές αρχικά προκαλούνται λόγω διακοπής της κυκλοφορίας του αίματος που επιφέρει ο θρόμβος ή η αιμορραγία, στερώντας έτσι τα όργανα του σώματος από το αναγκαίο οξυγόνο (η λεγόμενη ισχαιμία με ιατρικούς όρους).
Η μεγαλύτερη όμως βλάβη συμβαίνει αμέσως μετά: Όταν περάσουν εννέα με δώδεκα ώρες, μετά από μια διαδικασία στον ανθρώπινο οργανισμό προκαλείται μια μαζική φλεγμονή, στην οποία τελικά οφείλεται περισσότερο από το 80% της μόνιμης βλάβης που αφήνει το επεισόδιο στον ασθενή (κάτι που μπορεί να καταλήξει και σε θάνατο).
Όμως οι ερευνητές και οι επιστήμονες ανέπτυξαν ένα αντίσωμα, το οποίο περιορίζει σε μεγάλο βαθμό τη δευτερογενή ζημιά. Το αντίσωμα, που εισάγεται μέσω ένεσης, μειώνει πάνω από 60% τη φυσική βλάβη των ιστών της καρδιάς και του εγκεφάλου μετά το ισχαιμικό επεισόδιο, καθώς εμποδίζει τον οργανισμό να επιτεθεί στο ίδιο του το σώμα και, έτσι, ο ασθενής συνεχίζει να οξυγονώνεται κανονικά.
Οι μελέτες αυτές διήρκεσαν επτά χρόνια και πραγματοποιήθηκαν σε ζώα, ενώ αισιοδοξία κυριαρχεί και για την εφαρμογή των πειραμάτων αυτών και στους ανθρώπους.
«Δεν πιστεύαμε αυτό που βλέπαμε, ούτε οι καρδιολόγοι το πίστευαν. Είναι εντυπωσιακό ότι το φάρμακο μπορεί να δοθεί τόσο χρόνο μετά το επεισόδιο και όμως να είναι αποτελεσματικό. Ακόμα και το πιο αργό ασθενοφόρο στον κόσμο μπορεί να μεταφέρει κάποιον στο νοσοκομείο μέσα σε εννέα ώρες», τόνισε ο Βίλχελμ Σβέμπλε, καθηγητής ανοσολογίας του Τμήματος Καρδιαγγειακών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Λέστερ και επικεφαλής της μελέτης.
H ελληνική συμμετοχή τόσο των επιστημόνων και ερευνητών, όσο και μελών εταιριών που συμμετέχουν στις μελέτες αυτές αποτελεί ορόσημο για την ανακάλυψη αυτή.
Οι πρώτες κλινικές δοκιμές σε ανθρώπους προγραμματίζονται να γίνουν μέσα στην επόμενη διετία.
http://www.cosmo.gr/