Η δυσανεξία στη λακτόζη και πώς να την αντιμετωπίσεις
Από μικρές θυμόμαστε τη φράση της μαμάς μας: «Πιες το γάλα σου για να έχεις γερά κόκαλα». Τι γίνεται, όμως, όταν το γάλα σού προκαλεί φούσκωμα, πρήξιμο και πόνους στην κοιλιά; Η πιο πιθανή εξήγηση είναι ότι πάσχεις από δυσανεξία στην λακτόζη και ο μόνος τρόπος για να αποφύγεις τα συμπτώματα είναι ένας: Απόλυτη διαγραφή ή μείωση των γαλακτοκομικών από το μενού σου.
Η Stylista ρώτησε τον κλινικό διαιτολόγο – διατροφολόγο Γιώργο Λάντις (georgioslandis@yahoo.co.uk) σχετικά με το πρόβλημα της δυσανεξίας αλλά και τις εναλλακτικές λύσεις που υπάρχουν για να μην στερηθεί ο οργανισμός μας το ασβέστιο και την πολύτιμη βιταμίνη D.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της δυσανεξίας στη λακτόζη;
Είναι μία κατάσταση κατά την οποία το άτομο δεν μπορεί να κάνει μερική ή ολική πέψη της λακτόζης, που αποτελεί το βασικό σάκχαρο του γάλακτος και των προϊόντων του. Η βασική αιτία της δυσανεξίας στη λακτόζη είναι η απουσία ενός ενζύμου, της λακτάσης, η οποία είναι υπεύθυνη για τη διάσπαση της λακτόζης και την απορρόφησή της από το λεπτό έντερο.
Ποια είναι τα πιο κοινά συμπτώματα;
Η κατανάλωση γάλακτος δεν θα δώσει τα ίδια συμπτώματα σε όλα τα άτομα που πάσχουν από δυσανεξία και αυτό έχει να κάνει με πολλούς παράγοντες, με κυριότερο το ποσό λακτάσης που παράγεται από το σώμα. Υπάρχουν, λοιπόν, άτομα τα οποία θα ανεχθούν μία μικρή ποσότητα γάλακτος αλλά ακόμη καλύτερα θα ανεχθούν τα ζυμωμένα προϊόντα όπως το γιαούρτι και το τυρί. Όμως εκείνοι που έχουν σοβαρή δυσανεξία στη λακτόζη υποφέρουν από διάρροια, έντονο πρήξιμο, στομαχόπονο, ακόμη και ναυτία και τα συμπτώματα μπορούν να εμφανιστούν 30 λεπτά με 2 ώρες μετά την κατανάλωση γάλακτος.
Σε ποια ηλικία μπορεί να εμφανιστεί;
Η δυσανεξία στη λακτόζη συνήθως εμφανίζεται στην εφηβεία αλλά είναι μία κατάσταση η οποία έχει ξεκινήσει σχεδόν ασυμπωματικά περίπου από τα 2 έτη και σταδιακά επιδεινώνεται με την κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων.
Πώς την αντιμετωπίζουμε;
Στη διατροφική θεραπεία και διαχείριση της δυσανεξίας στη λακτόζη, βασικός παράγοντας είναι η μείωση ή αντικατάσταση του γάλακτος με κάποιο τρόφιμο χωρίς όμως να υποσκάπτεται η πρόσληψη του ασβεστίου και της βιταμίνης D. Σίγουρα υπάρχουν διατροφικές οδηγίες όπως εκείνες της Αμερικανικής και Βρετανικής Ένωσης Διαιτολόγων με βάση τις οποίες τα άτομα που πάσχουν από δυσανεξία στη λακτόζη πρέπει να καταναλώνουν προϊόντα γάλακτος με χαμηλότερη περιεκτικότητα στη λακτόζη όπως γάλα χαμηλό σε λακτόζη, τυρί και γιαούρτι.
Ποιες είναι οι κατάλληλες τροφές για να πάρουμε τη βιταμίνη D;
Μην ξεχνάμε ότι το γιαούρτι αποτελεί μία άριστη πηγή ασβεστίου και βιταμίνης D, σε σύγκριση με το γάλα και ανέχεται πολύ καλά. Πάντα, λοιπόν, ως πρώτη πηγή στη διατροφή αναζητούμε τη φυσική πηγή ασβεστίου στην καλύτερα ανεκτή μορφή από το άτομο. Σε δεύτερη φάση, όπου τα συμπτώματα είναι πολύ έντονα και συνδυάζονται με απώλεια βάρους άρα και κίνδυνο καθυστερημένης ανάπτυξης, μάλλον πρέπει να διατρέξουμε σε ορισμένα άλλα τρόφιμα με παρόμοιες ιδιότητες με αυτές του γάλακτος. Το γάλα από σόγια (φυσικά ζυμωμένη και όχι μεταλλαγμένη) μπορεί να ανεχτεί αρκετά καλά. Όμως, υπάρχουν και άλλες πολύ καλές πηγές ασβεστίου που δεν συσχετίζονται με το γάλα: Ο σολομός, το σπανάκι, το πορτοκάλι, η σαρδέλα και το μπρόκολο μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά στην πρόσληψη ασβεστίου και ταυτόχρονα να μην χειροτερεύουν τα συμπτώματα. Βασικό κριτήριο, όμως, για να εξασφαλίσουμε την απαιτούμενη πρόσληψη ασβεστίου είναι να καταναλώνουμε αυτά τα τρόφιμα σε καθημερινή βάση.
Τι πρέπει να προσέξουν τα παιδιά που πάσχουν και είναι στην ανάπτυξη;
Στις περιπτώσεις που το άτομο δεν μπορεί να δεχθεί γιαούρτι ή τυρί, και ειδικά παιδί στην εφηβεία ή πιο πριν, είναι πολύ σημαντικό να λάβουμε υπόψη ότι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει η δυσανεξία να αναστείλει την υγιή ανάπτυξη. Επίσης, να επισημάνουμε ότι οι αποθήκες ασβεστίου, και στα δύο φύλα, "γεμίζουν" σε αυτές τις ηλικίες με αποτέλεσμα να είναι προτιμότερο να βρούμε πηγές ασβεστίου που ανέχονται καλύτερα όπως οι παραπάνω και να τις εισάγουμε σταδιακά στη διατροφή του παιδιού. Παρόλα αυτά, ποτέ δεν αποκόβουμε τελείως το τυρί ή γιαούρτι αλλά το δίνουμε σε μια ελάχιστη ποσότητα ώστε να υπάρχει η επαφή των λαχνών του εντέρου έστω με μία μικρή έως ελάχιστη ποσότητα λακτόζης.
Υπάρχουν εναλλακτικά προϊόντα χωρίς λακτόζη;
Φυσικά και υπάρχουν και άλλα προϊόντα τα οποία παρομοιάζουν στο γάλα στη μορφή αλλά δεν περιέχουν λακτόζη. Για παράδειγμα, το γάλα από ρύζι το οποίο φτιάχνεται από μη αποφλοιωμένο ρύζι, σιρόπι, γλυκαντικές ύλες και τέλος εμπλουτίζεται με ασβέστιο και βιταμίνη D. Σε αυτή την περίπτωση το γάλα ρυζιού έχει μια υψηλή συγκέντρωση σε υδατάνθρακες, είναι χαμηλό σε πρωτεΐνη και λιπαρά οξέα πράγμα το οποίο δεν το καθιστά ιδανικό υποκατάστατο του αγελαδινού και μάλλον είναι προτιμότερο να ανατρέξετε στα μπρόκολο, σολομό, σπανάκι και σαρδέλα. Το γάλα από αμύγδαλα περιέχει ασβέστιο, πρωτεΐνες χαμηλής βιολογικής αξίας, βιταμίνη Ε, μαγνήσιο και κάλιο. Καλύτερο, όμως, θα ήταν να καταναλωθούν τα αμύγδαλα ολόκληρα στα πλαίσια μιας ισορροπημένης διατροφής, ως ένα εξαίσιο σνακ. Μην ξεχνάτε, όμως, ότι ορισμένα παιδιά είναι αλλεργικά σε ξηρούς καρπούς.
http://www.stylista.gr/