Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Τζορτζ Στούκενμποργκ της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου της Βιρτζίνια, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο περιοδικό για θέματα χειρουργικής "Annals of Surgery", σύμφωνα με το πρακτορείο Ρόιτερ, ανέλυσαν στοιχεία που αφορούσαν σχεδόν 190.000 ασθενείς που είχαν υποστεί επέμβαση σε διάφορα ιατρικά κέντρα και νοσοκομεία.
Οι ασθενείς ταξινομήθηκαν σε πέντε κατηγορίες ανάλογα με το δείκτη σωματικής μάζας τους, δηλαδή την αναλογία του βάρους τους σε κιλά προς το τετράγωνο του ύψους τους σε μέτρα. Δείκτης κάτω του 18,5 δείχνει άνθρωπο με βάρος κάτω του φυσιολογικού, 18,5 έως 25 δείχνει κανονικό βάρος, 25 έως 30 υπέρβαρο και άνω του 30 παχύσαρκο.
Διαπιστώθηκε ότι όσοι είχαν δείκτη κάτω του 23, ήσαν κατά 40% πιθανότερο να πεθάνουν μέσα στον επόμενο μήνα από το χειρουργείο (και αυτό άσχετα με την πάθησή τους), σε σχέση με όσους είχαν δείκτη 26-29. Το υψηλότερο ποσοστό θανάτου, από άποψη επιμέρους κατηγοριών επέμβασης, καταγράφηκε στις διαγνωστικές λαπαροσκοπήσεις.
Οι ερευνητές ανέφεραν ότι, σύμφωνα με την μελέτη τους, το χαμηλό βάρος -και ειδικότερα ο χαμηλός δείκτης σωματικής μάζας- πρέπει να αναγνωρισθεί ως σημαντικός ανεξάρτητος παράγων κινδύνου θανάτου μετά από μια χειρουργική επέμβαση, κάτι που θα πρέπει να λαμβάνεται πλέον υπόψη από τους γιατρούς.
Σύμφωνα με την έρευνα, από τους περίπου 190.000 ασθενείς που μελετήθηκαν, σχεδόν 3.200 πέθαναν μέσα στον επόμενο μήνα μετά το χειρουργείο στο οποίο υποβλήθηκαν. Από όσους είχαν δείκτη σωματικής μάζας κάτω του 23, πέθανε το 2,8%, ενώ από όσους είχαν δείκτη 26 έως 30, πέθανε το 1,5%, δηλαδή σχεδόν οι μισοί σε σχέση με την πιο ''λεπτή'' κατηγορία. Για αυτούς με δείκτη πάνω από 35, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόλις 1%. Μεταξύ υπέρβαρων και παχύσαρκων δεν διαπιστώθηκε κάποια διαφορά μετεγχειρητικού κινδύνου.
Οι ερευνητές δεν ήσαν σε θέση να πουν γιατί οι πιο λεπτοί κινδυνεύουν περισσότερο. Μία πιθανή εξήγηση, κατά τον Στούκενμποργκ, είναι ότι οι λεπτοί είναι πιο ''ντελικάτοι'' και τελικά πιο ευπαθείς από τους πιο παχουλούς. Νέες σχεδιαζόμενες μελέτες ελπίζεται να διαφωτίσουν περαιτέρω το ζήτημα.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
http://www.protothema.gr/