17 Νοε 2011

Μία κρυμμένη απειλή για την υγεία

Πλήττει κυρίως τους καπνιστές αλλά όχι μόνο.

Την τέταρτη κυριότερη αιτία θανάτου παγκοσμίως αποτελεί η Xρόνια Aποφρακτική Πνευμονοπάθεια ενώ ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτιμά ότι το 2020 θα αποτελεί το τρίτο μεγαλύτερο πρόβλημα υγείας. Οι ρυθμοί αύξησης της συχνότητας και της θνησιμότητάς της είναι δραματικοί.

Πρόκειται για μια ασθένεια που εξελίσσεται με πολύ αργούς ρυθμούς και όταν εκδηλώνονται τα συμπτώματα είναι αργά.

Η Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια, ωστόσο, αφορά κυρίως τους καπνιστές, όπως τονίζει ο πρόεδρος της Εταιρείας Μελέτης Πνευμονοπαθειών και Επαγγελματικών Παθήσεων Θώρακος Κωνσταντίνος Ζαρογουλίδης, καθηγητής πνευμονολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) με την ευκαιρία της Παγκόσμιας Ημέρας για τη Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια, όπως έχει οριστεί η 16η Νοεμβρίου.

«Εμφανίζεται στο 6-8% του πληθυσμού αλλά προσβάλλει σχεδόν αποκλειστικά καπνιστές μέσης ηλικίας (άνω των 40-45 ετών)», επισημαίνει.

«Επίσης, υπολογίζεται ότι το 15-20% των καπνιστών θα προσβληθούν από Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια και δυστυχώς δεν υπάρχουν αξιόπιστοι τρόποι να προβλεφθεί από πριν ποιοι καπνιστές θα είναι αυτοί», προσθέτει.

«Υπάρχουν βέβαια και κάποιοι που δεν κάπνισαν ποτέ τους και όμως προσβάλλονται από ΧΑΠ. Αποτελούν, όμως, τη μειονότητα και συνήθως είναι άνθρωποι που εκτίθενται στο κάπνισμα των άλλων π.χ. εργαζόμενοι σε καφενεία, σε προϊόντα καύσης ξύλων, σε χημικές ουσίες, σε επαγγελματική ρύπανση κλπ», αναφέρει ο καθηγητής και συμπληρώνει: «Τις προηγούμενες δεκαετίες οι περισσότεροι ασθενείς με ΧΑΠ ήταν άνδρες, αυτό όμως δεν ισχύει πια τώρα. Ολοένα και περισσότερες γυναίκες προσβάλλονται από ΧΑΠ δεδομένου ότι ολοένα και περισσότερες γυναίκες καπνίζουν. Στην Ελλάδα, υπάρχουν περίπου 300.000 ασθενείς που ταλαιπωρούνται από τη ΧΑΠ», υπογραμμίζει.

Δυστυχώς δεν υπάρχει ακόμα θεραπεία που να γιατρεύει τη ΧΑΠ. Γι' αυτό πολύ σημαντική είναι η πρόληψη. Από την στιγμή όμως που κάποιος έχει ήδη προσβληθεί από ΧΑΠ, αυτό που μπορεί να επιτευχθεί με τη θεραπεία είναι να ελαττωθεί η ένταση των ενοχλητικών συμπτωμάτων (δύσπνοια, βήχας, εύκολη κούραση κλπ.) και να βελτιωθεί η ποιότητα της ζωής του.