Γιατί, κανείς πια δεν αντιμετωπίζει το χωρισμό σαν ένα μικρό τέλος του κόσμου. Μάλλον σαν υπόσχεση μιας νέας ζωής με νέους όρους, που ξαναρίχνει τους ανθρώπους με όρεξη στην αρένα του σεξουαλικού παιχνιδιού. Μήπως γι' αυτό κανένας μελλόνυμφος δεν πτοείται από τα αυξημένα νούμερα των διαζυγίων;
Απο τον Νίκο Κ. Φωτάκη
Είναι Κυριακή απομεσήμερο. Έχω ξαπλώσει στον καναπέ, με ένα φλιτζάνι καφέ να ισορροπεί στο στομάχι μου, πανευτυχής που στην τηλεόραση πέφτουν οι παιχνιδιάρικοι τίτλοι μιας παλιάς κωμωδίας με τον Μπομπ Χόουπ, την Τιούσντι Γουέλντ και τον Φράνκι Άβαλον. Λέγεται I’ll Τake Sweden και είναι ένα γνήσιο προϊόν της Αμερικής του ’60.
Ο Χόουπ είναι ένας συντηρητικός χήρος που μεγαλώνει μια χαρωπή,
ελαφρόμυαλη κόρη, η οποία του ανακοινώνει ότι θέλει να παντρευτεί έναν
άνεργο τραγουδιστή. Προκειμένου να το αποτρέψει, δέχεται μια μετάθεση στη Σουηδία, αγνοώντας ότι εκεί οι πειρασμοί για την κόρη του θα είναι μεγαλύτεροι.
Όλη η ταινία στρέφεται γύρω από τη σύγκρουση των οικογενειακών αξιών της Αμερικής με
εκείνους της «απελευθερωμένης» σεξουαλικά Σκανδιναβικής χερσονήσου. Η
μόνιμη επωδός που ακούει ο πάτερ φαμίλιας, όταν εκδηλώνει τη φρίκη του στην ιδέα νέων παιδιών να κάνουν σεξ πριν από το γάμο, είναι ότι «γι’ αυτό είναι τόσο ψηλά τα ποσοστά των διαζυγίων στην Αμερική, γιατί παντρεύεστε χωρίς να γνωρίζεστε».
Ο Μπομπ Χόουπ το ξέρει πολύ καλά αυτό
– στη Στοκχόλμη ερωτεύεται την πρώτη γυναίκα που βλέπει μπροστά του,
μια ώριμη διαζευγμένη διακοσμήτρια που θέτει σε δοκιμασία τις ηθικές του
αρχές (στο τέλος την παντρεύεται, φυσικά). Στις αντίστοιχες ελληνικές
ταινίες, θα την έπαιζε η θεϊκή Λίλη Παπαγιάννη, μια γυναίκα τυποποιημένη
σε ρόλους σέξι «ζωντοχήρας».
Βέβαια, η φράση «σέξι ζωντοχήρα» αποτελεί πλεονασμό: μια «ζωντοχήρα» είναι αυτομάτως και εκ προοιμίου «σέξι» - είναι μία από τις πιο κλασικές αναπαραστάσεις της ελληνικής κοινωνικής ψυχολογίας. Και είναι στ’ αλήθεια κρίμα που αυτή η υπέροχη σεξιστική λέξη τείνει να χαθεί από το καθημερινό μας λεξιλόγιο. Επί δεκαετίες, αποτελούσε την πιο έκδηλη υπόσχεση μιας
σεξουαλικής προσφοράς που κάθε αρσενικό ονειρεύεται και αδυνατεί να
αρνηθεί τη στιγμή που θα βρεθεί απέναντί της. Εμείς, δηλαδή, στην Ελλάδα του ’50 και του ’60, γνωρίζαμε πάρα πολύ καλά τις αφροδισιακές ιδιότητες του διαζυγίου, που μεταμόρφωναν μια μικροαστή γυναίκα σε ερωτική μαινάδα, πολύ πριν αρχίσει αυτό να γράφεται στα περιοδικά, ως ένα είδος «ηθικής εμψύχωσης» των όλο και περισσότερων διαζευγμένων.
Είναι ασφαλώς πρόοδος για την κοινωνία και την ηθική μας το γεγονός ότι κανείς πια δεν αντιμετωπίζει το διαζύγιο σαν ένα μικρό τέλος του κόσμου.
Αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν αποτελεί και την πιο ευχάριστη διαδικασία
που μπορεί να περάσει κάποιος. Είναι μία από τις πιο ριζικές ανατροπές
της ζωής ενός ανθρώπου – ακόμα και τα πιο ανώδυνα διαζύγια εμπεριέχουν τη διάψευση μιας υπόσχεσης που είναι ο γάμος, για τη δυνατότητα μιας συντροφικότητας που θα διαρκεί ισόβια. Όσο κυνικά και αν βλέπει κανείς τις σχέσεις, η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν παντρεύεται με προοπτική να χωρίσει. Το διαζύγιο είναι μια ακόμα υπενθύμιση ότι τα πάντα γύρω μας είναι φθαρτά – με πρώτο και σημαντικότερο το ίδιο το ανθρώπινο σώμα.
Αυτό που υποτίθεται ότι πρώτο απολαμβάνει τις ευεργετικές συνέπειες του διαζυγίου στη σεξουαλικότητα. Φυσικά, το θέμα είναι κυρίως ψυχολογικό. Στη σύγχρονη κουλτούρα είναι αδιανόητο να υπάρξει η λέξη «τέλος» χωρίς να συνοδεύεται από την έννοια της «νέας αρχής». Είναι ο τρόπος μας να αντιμετωπίζουμε τα αδιέξοδα της ζωής. Έτσι, το διαζύγιο ενέχει πια λιγότερο τη διάσταση του «τέλους ενός γάμου» και περισσότερο αυτή μιας «νέας αρχής στη ζωή». Η κοινωνία είναι γεμάτη από γυναίκες και άντρες που κηδεύουν τις σχέσεις τους και προχωρούν: μετακομίζουν, αλλάζουν επίπλωση, αυτοκίνητο, κοινωνικό κύκλο (οι κοινοί φίλοι σπανίως παραμένουν κοινοί και για τους δύο) και, φυσικά, εμφάνιση: τίποτα δεν λέει «κάνω μια νέα αρχή στη ζωή μου» καλύτερα από μια καινούργια γκαρνταρόμπα, ένα διαφορετικό κούρεμα – η σχέση της αισθητικής χειρουργικής με
τη ζωή μετά το διαζύγιο είναι μια άλλη, ενδιαφέρουσα, πολύπλοκη
ιστορία. Σε τελική ανάλυση, είναι αυτονόητο ένας άνθρωπος που φροντίζει
τον εαυτό του και την επαναφορά της ζωής του σε τροχιά να ανακαλύπτει εκ νέου το σεξαπίλ του και να το γνωστοποιεί στους άλλους. Δεν είναι το διαζύγιο αφροδισιακό, με άλλα λόγια. Είναι η ίδια η υπόσχεση μιας νέας ζωής με νέους όρους, που ξαναρίχνει τους ανθρώπους με όρεξη στην αρένα του σεξουαλικού παιχνιδιού.
Το 1969, όταν η σεξουαλική επανάσταση που έτρεμε ο Μπομπ Χόουπ είχε πια επεκταθεί και στις δύο όχθες του Ατλαντικού, η δρ Ελίζαμπεθ Κούμπλερ-Ρος διατύπωσε τη θεωρία της για τα πέντε στάδια του πόνου που περνά κάθε άνθρωπος όταν έρχεται αντιμέτωπος με μια συναισθηματικά δύσκολη κατάσταση: άρνηση, θυμός, παζάρι, κατάθλιψη, αποδοχή. Η σειρά διαφέρει, αλλά έχει ενδιαφέρον να σκεφτεί κανείς πώς μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει το σεξ σε καθένα από αυτά τα στάδια, στο πλαίσιο ενός διαζυγίου.
Στην άρνηση, το σεξ είναι ο καλύτερος τρόπος να «αποδείξεις» ότι δεν έχει αλλάξει τίποτα στη ζωή σου, δεν σου λείπει ο γάμος, η συντροφικότητα, μπορείς να ζευγαρώνεις με άλλο πρόσωπο κάθε βράδυ. Στο θυμό, εκδικείσαι με την επιθετική σου σεξουαλικότητα ολόκληρο το προδοτικό αντίθετο φύλο, ισοπεδώνοντας κάθε πιθανό σου ταίρι. Στην κατάθλιψη, σου το συστήνουν ως φάρμακο. Στο παζάρι, είναι το διαπραγματευτικό στοιχείο με τον εαυτό σου – αν αποδείξεις ότι διαθέτεις ακόμα σεξαπίλ, τότε ίσως έχεις μία ακόμα ευκαιρία, μπορεί ακόμα να καταφέρεις να αναστήσεις το γάμο σου. Στο στάδιο της αποδοχής, έχεις πια φτάσει σε αυτό το σημείο που μπορείς να αφήσεις πίσω σου το φάντασμα του γάμου σου και να ξανακάνεις μια σοβαρή σχέση, ζητώντας κάτι πιο ουσιαστικό από το περιστασιακό σεξ στη ζωή σου. Άλλωστε, τόση εμπειρία «ζωντοχηρικού» σεξ είναι κρίμα να σπαταλιέται σε αγνώστους.
Στην άρνηση, το σεξ είναι ο καλύτερος τρόπος να «αποδείξεις» ότι δεν έχει αλλάξει τίποτα στη ζωή σου, δεν σου λείπει ο γάμος, η συντροφικότητα, μπορείς να ζευγαρώνεις με άλλο πρόσωπο κάθε βράδυ. Στο θυμό, εκδικείσαι με την επιθετική σου σεξουαλικότητα ολόκληρο το προδοτικό αντίθετο φύλο, ισοπεδώνοντας κάθε πιθανό σου ταίρι. Στην κατάθλιψη, σου το συστήνουν ως φάρμακο. Στο παζάρι, είναι το διαπραγματευτικό στοιχείο με τον εαυτό σου – αν αποδείξεις ότι διαθέτεις ακόμα σεξαπίλ, τότε ίσως έχεις μία ακόμα ευκαιρία, μπορεί ακόμα να καταφέρεις να αναστήσεις το γάμο σου. Στο στάδιο της αποδοχής, έχεις πια φτάσει σε αυτό το σημείο που μπορείς να αφήσεις πίσω σου το φάντασμα του γάμου σου και να ξανακάνεις μια σοβαρή σχέση, ζητώντας κάτι πιο ουσιαστικό από το περιστασιακό σεξ στη ζωή σου. Άλλωστε, τόση εμπειρία «ζωντοχηρικού» σεξ είναι κρίμα να σπαταλιέται σε αγνώστους.