Είναι το τεμπέλικο lifestyle η απάντηση στο burn out syndrome που πλήττει τους τριαντάρηδες ή πρόκειται απλώς για δικαιολογίες ανθρώπων που αρνούνται να είναι παραγωγικοί; Αν βαριέσαι να ανασηκωθείς από την ξαπλώστρα έστω και για να κοιτάξεις τις σελίδες που ακολουθούν, βρίσκεσαι στο σωστό δρόμο... Από τον Νίκο Φωτάκη
http://www.madamefigaro.gr/
Κάθε Παρασκευή, όλο και κάποιος συνάδελφος θα βρεθεί να με ρωτήσει τι σχέδια έχω για το Σαββατοκύριακο. Κάθε Παρασκευή δίνω την ίδια απάντηση: τίποτα – σκοπεύω να περάσω 48 ώρες στον καναπέ, μέχρι να πιαστεί η πλάτη μου από την ξάπλα και τα μαξιλάρια να πάρουν το σχήμα του σώματός μου. Στην καλύτερη περίπτωση, οι συνάδελφοι νομίζουν ότι κάνω πλάκα – στη χειρότερη, με κοιτάζουν σαν να είμαι ένα παράσιτο που πρέπει να εξοβελιστεί από αυτή την κοινωνία, όπου θεωρείται λογικό να περνάς το Σαββατοκύριακό σου κάνοντας extreme σπορ, σκι, πεζοπορίες, εκδρομές στην εξοχή (για να περάσεις μερικές ώρες στο καθιερωμένο μποτιλιάρισμα της Κυριακής), αν δεν ανήκεις στην κατηγορία που αφήνει για το τέλος της εβδομάδας όλες τις δουλειές του σπιτιού που δεν πρόλαβε να κάνει κατά τη διάρκειά της: από την απλή φασίνα, σκούπισμα, σφουγγάρισμα, καθαρισμό τζαμιών, πλυντήρια, μέχρι βαψίματα και μερεμέτια.
Είναι αυτός τρόπος να περάσεις τις δύο μέρες αργίας που με αγώνες εξασφάλισε το εργατικό κίνημα; Ή μήπως θα νιώσεις καλύτερα αν επιδοθείς στο εξίσου σύνηθες υστερικό διήμερο «διασκέδασης μέχρι τελικής πτώσεως», που ξεκινά με αγώνα να παρκάρεις Σάββατο πρωί στο Κολωνάκι, για να ξεκινήσεις να πίνεις το μεσημέρι σε ένα από τα γνωστά καφέ της περιοχής, καταλήγοντας σε κάποιο τρέντι μπαρ στο Γκάζι Κυριακή βράδυ, να προετοιμάζεις τον εαυτό σου για το hangover της Δευτέρας. Συγγνώμη, αλλά όλο αυτό είναι πολύ πιο κουραστικό από το να κάθεσαι στον καναπέ σου και να πίνεις τη δική σου κάβα. Εγώ τουλάχιστον αυτό κάνω – συχνά βρίσκονται και φίλοι πρόθυμοι να μοιραστούν μαζί μου αυτή την υπέροχη ραστώνη. Συνήθως καταλήγουμε σε αμπελοφιλοσοφικές συζητήσεις της συμφοράς – αγαπημένο μας συμπέρασμα το ότι τελικά όλα δείχνουν ότι η δουλειά είναι κάτι αντίθετο με τη φύση του ανθρώπου. Κάπου εκεί τελειώνουν οι συζητήσεις μας.
Όταν λοιπόν η Μελίνα ήρθε στο γραφείο μου προτείνοντάς μου να γράψω ένα κείμενο για την τεμπελιά, προκειμένου να μπει στο τεύχος Αυγούστου, δέχτηκα με (συγκρατημένο) ενθουσιασμό: «είναι ένα θέμα που κατέχω καλά», σκέφτηκα κι αμέσως τα δάχτυλά μου άρχισαν να χορεύουν πάνω στο πληκτρολόγιο.
Εκείνη τη στιγμή μού ήρθε ένα είδος επιφοίτησης: τι σόι άρθρο για την τεμπελιά θα γράψω αν πρόκειται να επιδείξω έστω και ίχνος εργατικότητας; Και σε τελική ανάλυση, πώς δικαιούμαι να μιλάω για τεμπελιά, τη στιγμή που παλεύω να τα βγάλω πέρα με τρεις δουλειές, συν κάτι εξτραδάκια, τρέχοντας περίπου 10-12 ώρες τη μέρα; Μήπως δεν είναι η έμφυτη ροπή μου για την τεμπελιά που με στέλνει στον καναπέ στον ελεύθερο χρόνο μου, να καταναλώνω υδατάνθρακες και εικόνες σε dvd, αλλά η σωματική εξάντληση που μου έχει προκαλέσει ο ρυθμός της ζωής μου;
LAZY WAYS
Με τα αγωνιώδη ερωτήματα να ορθώνονται απειλητικά μπροστά μου και να ρίχνουν τη σκιά τους πάνω στο pc μου, αποφάσισα να κάνω την πρώτη κίνηση προς ένα αληθινά τεμπέλικο lifestyle: ανέβαλα το γράψιμο. Κι άρχισα να κάνω ό,τι κάνω συνήθως, όταν δεν έχω κάποια άμεση δουλειά: έψαξα στο internet για κάποιο καινούργιο πορνογραφικό site. Μετά έβαλα το όνομά μου στο Google και ανακάλυψα ότι είμαι στη λίστα των νεοδιορισθέντων δασκάλων (απλή συνωνυμία). Κι όταν άρχισε, στ' αλήθεια, να με πιέζει η προθεσμία, έβαλα ένα μικρό στόχο: θα ξεκινήσω να δουλεύω μόλις βγάλω τρεις πασιέντζες στον υπολογιστή. Όταν τα κατάφερα, ένα ακόμα deadline είχε περάσει.
Απολαμβάνοντας αυτόν το συνδυασμό σκανταλιάς κι ελευθερίας από τη δουλειά, συνέχισα να πηγαίνω από αναβολή σε αναβολή: σχεδίαζα να δουλέψω αργά τη νύχτα, όπως έκανα παλιότερα, τότε που με έβρισκε το ξημέρωμα δουλεύοντας και πήγαινα άυπνος στο γραφείο, κι όταν, αντ' αυτού, με έπαιρνε ο ύπνος την ώρα που χώνευα στον καναπέ, έβαζα ξυπνητήρι για τις 6 το πρωί, για να σηκωθώ τελικά στις 7 και να περάσω το πρωινό παίζοντας με τη γάτα μου. Ήταν υπέροχα – για λίγο. Μετά, άρχισαν να με πνίγουν οι ενοχές.
Δουλεύω από τα 19 μου και πρέπει να ήμουν περίπου 22 την πρώτη φορά που πήρα δουλειά για το σπίτι το Σαββατοκύριακο. Το ίδιο καλοκαίρι, ένιωσα πρώτη φορά το «σύνδρομο της άδειας ατζέντας» - αυτόν τον κρύο ιδρώτα και το σφίξιμο στο στομάχι που σε πιάνει όταν κάθεσαι για πρώτη φορά μετά από μέρες, χωρίς να έχεις κάτι να κάνεις. Όταν, αντί να απολαμβάνεις τις διακοπές σου, αγχώνεσαι, νιώθοντας ότι υπάρχουν ένα σωρό δουλειές που σε περιμένουν κι απλώς τις έχεις ξεχάσει. Είναι η κουλτούρα μας, ιδιαίτερα με τον τρόπο που αναπτύχθηκε από τα τέλη της δεκαετίας του '80 και μετά, τότε που εμφανίστηκαν οι γιάπις, που γέμισε ο τόπος εργασιομανείς μάνατζερ, φιλόδοξα στελέχη επιχειρήσεων και το μάρκετινγκ πέρασε σε όλα τα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Η εργατικότητα ήταν πάντα αρετή για το δυτικό πολιτισμό, αλλά πια το πράγμα έχει ξεφύγει από τον έλεγχο: Θεωρούμε λογικό να δεχόμαστε οποιαδήποτε καταπάτηση του ωραρίου εργασίας, να δουλεύουμε δεκάωρα χωρίς να παίρνουμε υπερωρίες, προκειμένου να δείξουμε τις ικανότητές μας. Και, για να αντεπεξέλθουμε σ' αυτή την κατάσταση, χτίζουμε τον οργανισμό του Σούπερμαν, τρέχοντας στα γυμναστήρια και στα γήπεδα. Θεωρούμαστε ολοκληρωμένες προσωπικότητες όταν καταφέρνουμε να κατατροπώσουμε τους ανταγωνιστές μας στη δουλειά και βγαίνουμε να το γιορτάσουμε πίνοντας κοκτέιλ το βράδυ σε κάποιο τρέντι μπαρ, όπου πουλάμε τον εαυτό μας –και το τέλεια σμιλεμένο κορμί μας– συζητώντας για το τελευταίο μπεστ σέλερ, είτε είναι ο Κώδικας ντα Βίντσι είτε το Μύκονος Μπλουζ. Αυτή η ζωή υποτίθεται ότι πρέπει να μας γεμίζει ικανοποίηση – όσο για τη χαρά τού να κοιμάσαι δέκα ώρες αδιάκοπα, θεωρείται περίπου σύμπτωμα εκφυλισμού.
ΞΥΠΝΑ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ
Τα σκέφτομαι αυτά έχοντας μόλις ξυπνήσει από έναν οκτάωρο ύπνο – τον πρώτο μου εδώ και περίπου δύο χρόνια. Στο πάτωμα δίπλα μου, η γάτα μου συνεχίζει να κοιμάται αμέριμνη: εκείνη συμπληρώνει 17 ώρες τη μέρα. Αποφασίζω να επιστρέψω στη δουλειά. Πρέπει να κάνω έρευνα: όλοι με παραπέμπουν στο περίφημο Δικαίωμα στην τεμπελιά, το ογκώδες δοκίμιο που έγραψε στα τέλη του 19ου αιώνα ο Πολ Λαφάργκ, γνωστός και ως «γαμπρός του Καρλ Μαρξ». Το πήρα στα χέρια μου, αλλά βαρέθηκα να το διαβάσω – προτίμησα να ξαπλώσω στον καναπέ, βλέποντας Μπομπ Σφουγγαράκη. Είχα όμως προλάβει να ρίξω μια ματιά στην εναρκτήρια παράγραφο:
«Μια παράξενη τρέλα κατέχει τις εργατικές τάξεις των εθνών όπου κυριαρχεί ο καπιταλιστικός πολιτισμός. Αυτή η τρέλα σέρνει στο κατόπι της ατομικές και κοινωνικές δυστυχίες οι οποίες βασανίζουν εδώ και αιώνες την ανθρωπότητα. Αυτή η τρέλα είναι η αγάπη για τη δουλειά, το θνησιμιαίο πάθος για τη δουλειά, που φτάνει ως την εξάντληση των ζωτικών δυνάμεων του ατόμου και των απογόνων του. Αντί να αντιδράσουν σ' αυτόν τον διανοητικό παραλογισμό, οι ιερείς, οι οικονομολόγοι και οι ηθικολόγοι καθαγίασαν την εργασία. Άνθρωποι αδύναμοι και ουτιδανοί θέλησαν να αποκαταστήσουν αυτό που ο Θεός τούς καταράστηκε. Εγώ, που δεν επαγγέλλομαι ούτε τον χριστιανό ούτε τον οικονόμο ή τον ενάρετο, αντικρούω τη γνώμη τους επικαλούμενος τον Θεό τους, απορρίπτω τα κηρύγματα της θρησκευτικής, οικονομικής και φιλελεύθερα σκεπτόμενης ηθικής τους αναλογιζόμενος τις φρικτές συνέπειες της δουλειάς στην καπιταλιστική κοινωνία».
Προφανώς είχε δίκιο ο άνθρωπος: όταν ο Ύψιστος έλεγε στους Πρωτόπλαστους ότι ήταν καταδικασμένοι να βγάζουν το ψωμί τους με τον ιδρώτα του προσώπου τους, για τιμωρία το εννοούσε – δεν μπορούσε να φανταστεί ότι οι απόγονοι των τιμωρηθέντων θα ανέπτυσσαν πολιτισμούς στους οποίους θα εμφανιζόταν η έννοια «εργασιομανία» ως κάτι θετικό, ως αρετή και όχι ως μια πάθηση. Μιλώντας για παθήσεις, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η λέξη «εργασιοθεραπεία» - το να πέφτεις με τα μούτρα στη δουλειά για να ξεπεράσεις ένα πρόβλημα. Να κάτι από το οποίο θα έπρεπε να αποθεραπευτούμε.
ΠΑΛΙΟΙ ΚΑΙ ΝΕΟΙ ΟΚΝΗΡΟΙ
Ο αντίλογος είναι γνωστός: αν αρχίσουμε όλοι να τεμπελιάζουμε, πώς θα πάει μπροστά αυτός ο πλανήτης; Αφενός, το να θεωρούμε ότι η εργασιομανία έχει πάει μπροστά τον πλανήτη είναι πολύ αστεία ιδέα. Από τη βιομηχανική επανάσταση και μετά, έχουμε βαλθεί να καταστρέφουμε τη ζωή στη Γη, όπως την ξέρουμε – το φαινόμενο του θερμοκηπίου, που απειλεί να κάνει αφόρητο το ελληνικό καλοκαίρι, είναι μόνο ένα δείγμα. Κι από την άλλη, εδώ και χρόνια έχει απαντήσει επ' αυτού ο (άλλοτε πολύ δημοφιλής) φιλόσοφος Μπέρτραν Ράσελ, που στο δοκίμιό του In Praise of Idleness αποφάνθηκε ότι, αν η υποχρεωτική εργασία μειωθεί από το οκτάωρο στο τετράωρο, οι κοινωνίες μας θα λειτουργούν ρολόι. Δεν ξέρω πώς γίνεται αυτό, γιατί βαρέθηκα να διαβάσω το κείμενο – εδώ βαρέθηκα να μεταφράσω τον τίτλο.
Διάβασα όμως ένα πολύ μικρό βιβλιαράκι –ιδανικό για τον καναπέ, καθώς δεν φοβάσαι μήπως κοιμηθείς και ο όγκος σου πλακώσει το στήθος– που έγραψε η Wendy Wasserstein. Είναι ένα δοκίμιο για την οκνηρία, ένα από τα επτά βιβλιαράκια που βγήκαν για τα ισάριθμα θανάσιμα αμαρτήματα. Έχει αρκετή πλάκα (όχι πολύ) και διαθέτει και μετρητή της ενέργειας που σπαταλάς όταν διαβάζεις σοβαρές εφημερίδες, αντί για κουτσομπολίστικα περιοδικά, για παράδειγμα. Το διάβαζα διαγώνια, με το ένα μάτι στις ειδήσεις του Star, όταν έφτασα σε μια θεωρία που έχει, στ' αλήθεια, ενδιαφέρον και σύμφωνα με την οποία κοντά στους «παραδοσιακούς οκνηρούς» -αυτούς που περνούν τη ζωή τους στην αιώρα, βλέποντας κινούμενα σχέδια και τρώγοντας πίτσες και σοκολάτες, περιτριγυρισμένοι από σκουπίδια– υπάρχουν και οι νέοι οκνηροί: αυτοί που κάνουν τρεις δουλειές, τρέχουν στα γυμναστήρια και περνούν τα βράδια τους σε κοινωνικές εκδηλώσεις, ενώ τα Σαββατοκύριακα κάνουν ράφτινγκ, τρέκινγκ και μπάντζι τζάμπινγκ. Φαινομενικά αντίθετοι μεταξύ τους, μοιράζονται έναν κοινό στόχο. Ένας άνθρωπος που βαριέται να κάνει οτιδήποτε κι ένας άνθρωπος που δεν προλαβαίνει να κάνει οτιδήποτε έχουν περισσότερα κοινά από όσα νομίζουν. Και κυρίως ένα: καταφεύγουν σε δικαιολογίες - «είμαι πτώμα, θα κοιμηθώ τώρα και κάνω αύριο το καθάρισμα», «να κανονίσουμε να πάμε για καφέ, αλλά τον άλλο μήνα που θα έχω πιο χαλαρό πρόγραμμα», «μια ακόμα πασιέντζα και μετά θα συνεχίσω τη δουλειά», «έπρεπε να κάτσω μέχρι τα μεσάνυχτα στο γραφείο, γιατί αν δεν το κάνω θα χάσω τη δουλειά μου». Και οι δύο ομάδες εκπαιδεύουν τον εαυτό τους σε ένα είδος εγκεφαλικής νωθρότητας: είτε παραδίνεσαι στην τεμπελιά είτε καταπιάνεσαι με δεκάδες δύσκολα πράγματα, στην πραγματικότητα το μόνο που κάνεις είναι να αναβάλλεις να αντιμετωπίσεις τον εαυτό σου, να σκεφτείς τι είναι η ζωή σου και πόση ικανοποίηση αντλείς από αυτήν.
Και μ' αυτή τη σκέψη, σηκώθηκα από τον καναπέ, μάζεψα τα δεκάδες περιτυλίγματα από παγωτά που κείτονταν γύρω μου και δούλεψα έξι ώρες. Ούτε λεπτό παραπάνω.