Λουίζα Βογιατζή |
Σε ένα γερμανικό ψυχοθεραπευτικό λεξικό διαβάζουμε: «Βαρεμάρα: Δυσάρεστο συναίσθημα που προέρχεται από την ανάγκη για περισσότερη δραστηριότητα ή από την έλλειψη ερεθισμάτων ή είναι συνέπεια της ανικανότητας κάποιου να κινητοποιηθεί». Μια συναισθηματική κατάσταση σίγουρα όχι καινούργια, η οποία όμως, όπως φαίνεται, έχει αναχθεί σε πρόβλημα, εφόσον τη βρίσκουμε μέσα σε ψυχοθεραπευτικό λεξικό. Το βέβαιο είναι πως μια ολόκληρη βιομηχανία είναι στημένη στην υπηρεσία της «μη βαρεμάρας». Κανένα οργανωμένο ταξίδι χωρίς φουλ πρόγραμμα, κανένα ξενοδοχείο για οικογενειακές διακοπές που σέβεται τον εαυτό του χωρίς μια γκάμα προσφορών για δραστηριότητες, σπορ, ψυχαγωγία, ακόμη και εκπαιδευτικά προγράμματα. Προκειμένου να μη βαρεθούν, πολλοί άνθρωποι προτιμούν στις διακοπές τους ακόμη και να καθίσουν «στα θρανία», να μάθουν κάτι, να μην πάει «χαμένος» ο χρόνος τους. Κανένα νοικοκυριό, κανένα δωμάτιο ξενοδοχείου, κανένα σαλόνι πλοίου και διάδρομος αεροπλάνου και πλέον όλο και λιγότερες αίθουσες αναμονής, π.χ. σε νοσοκομεία, χωρίς τηλεόραση. Και όπου δεν μπορεί να τοποθετηθεί τηλεόραση, σε ασανσέρ, κοινόχρηστες τουαλέτες και μαγαζιά, ηχεί μια διαρκής μουσική για την ψυχαγωγία των πελατών. Ακόμη κι αν κάποιος ήθελε εκουσίως να βαρεθεί, δεν θα τα κατάφερνε. Το σκεπτικό πίσω από αυτό τον καταιγισμό ψυχαγωγικών μέσων είναι να υπάρχει διαρκώς κάτι να απασχολεί «ευχάριστα» το μυαλό μας. Να μη μένουμε ούτε στιγμή χωρίς εξωτερικά ερεθίσματα, ούτως ώστε να μην προλαβαίνουν να δημιουργηθούν δυσάρεστες σκέψεις, να μην υπάρχουν στιγμές «κενές», να μη νιώσουμε πλήξη, ανία, βαρεμάρα. Ποια είναι τελικά αυτή η κατάσταση που ονομάζουμε βαρεμάρα και πώς τη βιώνουμε;
»
Ας πάρουμε καταρχήν ως παράδειγμα τα μικρά παιδιά. Πολλοί γονείς, έντρομοι στην ιδέα ότι μπορεί τα παιδιά τους να βαρεθούν, φροντίζουν διαρκώς να γεμίζουν κάθε στιγμή του ελεύθερου χρόνου τους, να τα κρατούν απασχολημένα ακόμη και στις διακοπές. Όταν εξαντλείται η δική τους ευρηματικότητα, αλλά και το ενδιαφέρον των παιδιών, αναλαμβάνουν οι οθόνες: της τηλεόρασης, του υπολογιστή, του playstation, του gameboy. Μέσα στο αυτοκίνητο, στα ταξίδια, όταν χρειάζεται να περιμένουν, αυτές τις υποτιθέμενες «άδειες» ώρες, οι γονείς θεωρούν αυτονόητο ότι οφείλουν να τις γεμίσουν με κάτι. Προκειμένου να έχουν ένα παιδί που γκρινιάζει «βαριέμαι», προτιμούν να του βρίσκουν και να του παρέχουν πράγματα που να το κρατούν απασχολημένο και με κάποιον τρόπο ευχαριστημένο. Είναι όμως η βαρεμάρα των παιδιών η ίδια με αυτήν των μεγάλων και είναι δικαιολογημένος ο ζήλος μας να τα απαλλάξουμε από αυτήν;
Μερικές πρακτικές συμβουλές για να κερδίσουμε ουσιαστικά από το χρόνο μας: Γίνετε πότε-πότε αργοί! Το γρήγορα δεν είναι πάντα καλύτερα από το αργά. Καμιά φορά προχωράμε καλύτερα χωρίς να κάνουμε τίποτα, γιατί πολλά πράγματα, αν τα αφήσουμε, «διεκπεραιώνονται» από μόνα τους. Σε πείσμα λοιπόν του προσκοπικού πνεύματος του Kipling, αναβάλλετε καμιά φορά για αύριο και μεθαύριο αυτό που θα μπορούσατε να κάνετε σήμερα.
Περιμένετε! Η αναμονή δεν είναι μόνο χαμένος χρόνος. Μόνο όποιος μπορεί να περιμένει μπορεί και να προσμένει. Και μην ανοίγετε το κινητό σας την ώρα που περιμένετε. Χαζέψτε γύρω σας τους ανθρώπους, τον ουρανό, αφουγκραστείτε, αναπολήστε ωραίες στιγμές.
Κάντε διαλείμματα! Τα διαλείμματα είναι απαραίτητα για να καταλάβουμε ότι κάτι τελείωσε και κάτι καινούργιο αρχίζει. Μόνο έτσι προσανατολιζόμαστε και αποκτούμε δομή στη ζωή μας.
Μη διώχνετε τη βαρεμάρα! Η βαρεμάρα είναι το πρώτο βήμα της έμπνευσης. Μην ανοίγετε αμέσως την τηλεόραση ή τον υπολογιστή μόλις βαρεθείτε. Αντέξτε τις φάσεις της βαρεμάρας σας, γιατί μπορεί να είναι ισχυρό αντίδοτο στο άγχος.
Όταν ένα παιδί λέει «βαριέμαι», προσβλέπει σε αυτό που θα κάνουν οι άλλοι για να το διασκεδάσουν. Η περιέργεια, η φαντασία και η δημιουργικότητα των παιδιών είναι αστείρευτες (ακόμη και των παιδιών που έχουν μεγαλώσει μέσα σε μικρά διαμερίσματα και μπροστά σε οθόνες) και μπορούν να ενεργοποιηθούν ανά πάσα στιγμή και σε κάθε περιβάλλον (και το πιο «φτωχό») όταν υπάρξει έλλειψη από εξωτερικά ερεθίσματα. Κανένα παιδί δεν θα έμενε αδρανές και σε κατάσταση βαρεμάρας για πολύ αν δεν περίμενε από κάποιον άλλο να κάνει κάτι γι’ αυτό. Έχοντας όμως φροντίσει από πολύ μικρή ηλικία (πολλοί γονείς «φυτεύουν» νήπια ενός και δύο ετών μπροστά σε μια οθόνη, προκειμένου να τα κρατούν απασχολημένα) να τους παρέχουμε πάντα αντίδοτο στη «βαρεμάρα» τους, καλλιεργούμε στα παιδιά μια εντελώς παθητική κι εξαρτημένη στάση «περιμένω από σένα να φροντίσεις για να περάσω καλά», μια στάση που πολλές φορές τα ακολουθεί σε όλη τους τη ζωή και συχνά τα οδηγεί στο να μην μπορούν να βρουν πραγματικό ενδιαφέρον σε τίποτα. Φυσικά, ως γονιός στη σημερινή εποχή και στις συνθήκες που μεγαλώνουν τα παιδιά, μόνα, κλεισμένα στο σπίτι, είναι δύσκολο να τα βγάλεις πέρα χωρίς κάποια «βοηθήματα» και οι διάφορες οθόνες υποκαθιστούν, όταν δεν γίνεται αλλιώς, το ανύπαρκτο παιχνίδι με άλλα παιδιά. Δεν μπορούμε όμως σε καμία περίπτωση να μεγαλώσουμε υγιή παιδιά αν δεν υποστούμε και τις στιγμές της βαρεμάρας τους, αυτές που θέλουν να είναι κοντά μας και να μας ζαλίζουν γκρινιάζοντας, αυτές που μας κάνουν το σπίτι άνω-κάτω γιατί η φαντασία τους οργιάζει.
Για εμάς τους ενηλίκους πάλι, τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Η ουσιαστικότερη ίσως διαφορά μας με τα παιδιά είναι το ότι η περιέργεια, η φαντασία και η δημιουργικότητά μας μπορεί να είναι πολύ πιο δύσκολο να αφυπνιστούν και να ενεργοποιηθούν, αν έχουν αδρανήσει για πολύ καιρό, και επιπλέον το ότι το ζωτικό μας ένστικτο είναι πολύ πιο αδύναμο από των παιδιών, κάτι που σημαίνει ότι μας λείπει και το κίνητρο για να αντιμετωπίσουμε την πλήξη και τη βαρεμάρα χωρίς «εξωτερική» βοήθεια. Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που τη φοβόμαστε τόσο. Τι είναι όμως ακριβώς αυτό που φοβόμαστε και προσπαθούμε να ξορκίσουμε πάση θυσία; Αν το σκεφτεί κανείς λίγο, η βαρεμάρα δεν είναι μία αλλά υπάρχουν πολλές καταστάσεις που ονομάζουμε έτσι χωρίς να είναι όλες ίδιες. Βαριόμαστε, για παράδειγμα, αν τύχει να ξεμείνουμε μόνοι, χωρίς παρέα, να είναι Σαββατοκύριακο δηλαδή, να έχουμε ελεύθερο χρόνο και να μην έχουμε τι να κάνουμε. Συνήθως, αυτή η βαρεμάρα καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από το φόβο «χάνω κάτι», «οι άλλοι κάνουν κάτι ωραίο και σημαντικό κι εγώ δεν είμαι μέσα», ένα στοιχείο που συγγενεύει στενά με την καταναλωτική μανία και προέρχεται από τη διάθεση να «έχουμε όσο πιο πολλά γίνεται, αλλά σίγουρα όχι λιγότερα από τους άλλους». Η αγωνία αυτή μπορεί να είναι τόσο έντονη που να μη μας αφήνει να ηρεμήσουμε. Φαίνεται άλλωστε πως στην εποχή μας το «να έχεις ή να είσαι» του Erich Fromm τείνει να αντικατασταθεί από το «να κάνεις ή να είσαι».
Συμβαίνει φυσικά να βαριόμαστε και ανάμεσα σε πλήθος ερεθισμάτων, ανθρώπων, δραστηριοτήτων. Άλλοτε γιατί πράγματι πέσαμε σε μια κατάσταση ιδιαίτερα ανιαρή, άλλοτε όμως γιατί εμείς δεν μπορούμε να βρούμε κανένα ενδιαφέρον σε τίποτα. Αυτού του είδους η βαρεμάρα μπορεί να είναι είτε σημάδι κορεσμού -επειδή δεν σταματάμε να κάνουμε πράγματα, σε σημείο που τίποτε πια να μην παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον- είτε βέβαια σημάδι κατάθλιψης, όπου όλα μοιάζουν να είναι χωρίς νόημα, χωρίς ευχαρίστηση, αδιάφορα. Δεν είναι σπάνιο, βέβαια, αυτά τα δύο (ο κορεσμός και η κατάθλιψη) να συνυπάρχουν, οπότε η πλήξη είναι προδιαγεγραμμένη. Βαρεμάρα μπορεί να νιώθουμε και με τη ζωή μας στο σύνολό της. Όταν αισθανόμαστε ότι στη ζωή μας κυριαρχεί η επανάληψη και η μονοτονία και ότι με τον τρόπο ζωής που κάνουμε δεν αλλάζει τίποτε, δεν συμβαίνει τίποτα καινούργιο, τότε φαίνονται όλα ανιαρά γιατί είναι προβλέψιμα. Είναι η στιγμή που η ποθητή ασφάλεια και σιγουριά που χτίσαμε προσπαθώντας, δουλεύοντας, επενδύοντας σε ανθρώπους και σε πράγματα μετατρέπεται για μας σε αδιέξοδο.
Όπου και όπως και να γίνεται αισθητή η βαρεμάρα, μας φοβίζει γιατί πάντα εγκυμονεί δυσάρεστα συναισθήματα. Άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο, όταν βαριόμαστε μας χτυπούν την πόρτα συναισθήματα όπως η μοναξιά, η θλίψη, η απόγνωση, η απογοήτευση, η έλλειψη νοήματος, ο φόβος για το τι θα επακολουθήσει. Η βαρεμάρα ισοδυναμεί λίγο με γύμνια. Κάτω από το μανδύα του δραστήριου, δυναμικού ανθρώπου, που κάνει πολλά και «εκμεταλλεύεται παραγωγικά και δημιουργικά» το χρόνο του, κρύβονται συνήθως και πλευρές μας πιο ευάλωτες που είναι εκτεθειμένες σε όλα αυτά τα συναισθήματα, κι αυτό δεν είναι εύκολο να το αντέξουμε. Το πρόβλημα είναι ότι, είτε μας αρέσει είτε όχι, τα συναισθήματα -στιγμιαία ή μόνιμα- υπάρχουν και βρίσκουν τρόπους να γίνουν αισθητά, όσο κι αν προσπαθούμε να τρέχουμε -κυριολεκτικά- μακριά τους. Γι’ αυτό και ο Heidegger, ο μεγάλος γερμανός υπαρξιστής φιλόσοφος συστήνει να μην αφήσουμε σε καμία περίπτωση τη βαρεμάρα μας να ναρκωθεί, αλλά να βαριόμαστε «εις βάθος», έτσι ώστε να καταφέρουμε να φιλοσοφήσουμε!
Όταν βαριόμαστε, έχουμε την αίσθηση ότι ο χρόνος κυλάει αργά ή ότι μένει ακίνητος: «Ήταν μια τόσο βαρετή γιορτή, δεν έλεγε να περάσει η ώρα», «Έκατσα σπίτι, έπληττα, κοιτούσα συνεχώς το ρολόι και νόμιζα ότι είχαν κολλήσει οι δείκτες!». Ταυτόχρονα συμβαίνει όμως και κάτι άλλο: Έχουμε την αίσθηση ότι ο χρόνος φεύγει, κυλάει ανάμεσα από τα δάχτυλά μας σαν άμμος και χάνεται, χωρίς να τον «εκμεταλλευτούμε» κατάλληλα. Η βαρεμάρα, ως όχληση της εποχής μας, έχει να κάνει με την αντίληψη που έχουμε για το χρόνο: ότι ο χρόνος είναι λίγος και περνάει και η ζωή μας μικρή. Από αυτήν προκύπτει το αλλοπρόσαλλο φαινόμενο, από τη μια να παραπονιόμαστε συνεχώς ότι δεν έχουμε χρόνο, ότι «τρέχουμε», ότι δεν έχουμε καιρό για τον εαυτό μας, κι από την άλλη, φοβούμενοι μήπως σπαταλήσουμε το χρόνο μας άσκοπα και μήπως βαρεθούμε, να γεμίζουμε κάθε ελεύθερο λεπτό με πράγματα για να κάνουμε.