11 Ιουν 2011

ΓΑΜΟΣ & ΛΕΦΤΑ

Δεν είναι αλήθεια ότι ο γάμος σκοτώνει τον έρωτα. Είναι όμως αλήθεια ότι μπορεί να του δώσει ένα πολύ σοβαρό χτύπημα. Γιατί αυτό που δεν θα σου πει κανείς πριν παντρευτείς είναι ότι θα βρεθείς να μετράς τα χρήματά σου περισσότερο από όσο είχες ποτέ φανταστεί. Πολύ ρομαντικό, έτσι; 
Απο τον Νίκο Φωτάκη

«Ο γάμος είναι ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπίσει ένα ζευγάρι όλα αυτά τα προβλήματα που δεν θα συναντούσε αν δεν παντρευόταν», έλεγε ο Λούκυ Λουκ σε κάποιο καρεδάκι του κόμικ Ο Λούκυ Λουκ παντρεύεται. Ήμουν πιτσιρίκι όταν το διάβασα, όμως με σημάδεψε αυτός ο αφορισμός, που επιβεβαιώνει την αλήθεια του κάθε τόσο, όσο δηλαδή πλουτίζουν οι εμπειρίες μου σ’ αυτό που λέμε «έγγαμος βίος». 

Μπαίνεις στην περιπέτεια του γάμου με αισιοδοξία κι αυτή τη ρομαντική αθωότητα που χαρακτηρίζει όλα τα ερωτευμένα ζευγάρια και, πριν το καταλάβεις, βρίσκεις μπροστά σου ένα βουνό από μικροπροβλήματα της καθημερινότητας που απειλεί να επιβεβαιώσει τις Κασσάνδρες που χρόνια τώρα γκρινιάζουν πως «ο γάμος σκοτώνει τον έρωτα». Για κάποιες από αυτές τις καταστάσεις είχες ήδη προετοιμαστεί. Ήξερες για τη μάχη των κυριακάτικων οικογενειακών τραπεζιών με πεθερικά, είχες διαπραγματευτεί για το δικαίωμα τού να βγαίνει μια φορά στο τόσο ο καθένας με τους φίλους του, την γκρίνια για την κατανομή εργασιών, για το ποιος θα κατεβάσει τα σκουπίδια, ποιος θα απλώσει τα ρούχα, ποιος θα πλύνει τα πιάτα, συνήθισες στην ιδέα του τρομώδους ερωτήματος «τι θα φάμε απόψε» και κατάφερες να συμφιλιωθείς με το τερατώδες δημιούργημα που λέγεται «καπάκι της τουαλέτας» και που αποτελεί αφορμή για ομηρικούς καβγάδες, δυσανάλογους προς το μέγεθός του. 

Το μόνο που δεν περίμενες ποτέ να μπει ανάμεσά σας είναι τα χρήματα.
Κι όμως, είναι περίπου νομοτελειακό ο πρώτος μικροτσακωμός ενός παντρεμένου ζευγαριού να αναφέρεται σ’ αυτό. Λαμβάνει χώρα περίπου τρεις εβδομάδες μετά την τέλεση του μυστηρίου και ξεκινά με την εκφορά μιας διαπιστωτικής φράσης: «Εδώ που τα λέμε, οι δικοί μου ξόδεψαν πολύ περισσότερα».

Πόσο κάνει αυτό, αγάπη μου;
Η αλήθεια είναι ότι, ως κοινωνία, αντιμετωπίζουμε τα χρήματα ως ένα θέμα-ταμπού, που σπάνια θίγεται. Η ερώτηση «πόσα βγάζεις το μήνα» θεωρείται εξαιρετικά αγενής, ακόμα και μεταξύ στενών φίλων – και φυσικά είναι η λιγότερο σέξι ατάκα που μπορεί να υπάρξει σε συζήτηση ζευγαριού. Εξαιρούνται φυσικά οι περιπτώσεις ανθρώπων που αντιμετωπίζουν τον πλούτο ως αφροδισιακό – άντρες και γυναίκες που μόνο προβλήματα μπορεί να δημιουργήσουν. 

Αν ανήκεις κι εσύ σ’ αυτή την κατηγορία ανθρώπων, αν θεωρείς χυδαίο το να μιλάς για περιουσίες, εισοδήματα, ακίνητα, επενδύσεις και αποταμίευση, θα πρέπει να προετοιμαστείς για τη στιγμή που η πραγματικότητα θα σε προσγειώσει: τη στιγμή που θα κληθείτε να συμπληρώσετε την πρώτη σας κοινή φορολογική δήλωση – τι ρομαντικό! 

Αυτή βέβαια είναι η καλή περίπτωση: στα περισσότερα ζευγάρια, η απότομη προσγείωση γίνεται όταν ο άντρας σηκώνει ένα μαξιλαράκι Fendi από τον καναπέ και ρωτάει «το χρειαζόμασταν στ’ αλήθεια αυτό;»

Θα εκπλαγείς με το πόσους καβγάδες μπορεί να πυροδοτήσει ένα μαξιλαράκι – κι ας είναι από το IKEA: στην κωμική σειρά του BBC Coupling, ο πρωταγωνιστής εκφράζει τη νοοτροπία του αντρικού φύλου, όταν αναρωτιέται: Αφού ο καναπές είναι από μόνος του σχεδιασμένος ώστε να είναι αναπαυτικός, τι νόημα έχουν τα μαξιλαράκια, εκτός από το να φουσκώνουν κάτω από τα πλευρά σου;
Αν ένα τόσο μικρό, μαλακό και συνηθισμένο αντικείμενο μπορεί να προκαλέσει μία ακόμα σύρραξη στον αιώνιο πόλεμο των φύλων, φαντάσου τι μπορεί να κάνει κάτι που κοστίζει πολύ πιο ακριβά: μια ηλεκτρική κιθάρα, ένα ζευγάρι γόβες, μια μηχανή μεγάλου κυβισμού, μια κρέμα ημέρας, το box set του Νονού, τα εισιτήρια για το Mama Mia

Πριν καλά-καλά το καταλάβεις, θα βρεθείς να βγάζεις κρυφή πιστωτική κάρτα, φροντίζοντας ο λογαριασμός να έρχεται στη δουλειά σου, όπως κάνει ένα σημαντικό κομμάτι του γυναικείου πληθυσμού (όχι ότι ο αντρικός πηγαίνει πίσω). Απέναντι στο άγχος της οικονομικής διαχείρισης, τα ζευγάρια στη χώρα μας καταφεύγουν στη μυστικοπάθεια, στη δολοπλοκία, στο δανεισμό και στην πολιτική τού «με τον έναν τρόπο ή τον άλλο, θα τα κουτσοκαταφέρουμε» - ό,τι δηλαδή χαρακτηρίζει το σύνολο της ελληνικής οικονομίας. Όχι ακριβώς αυτό που θα έλεγε κανείς «γερά θεμέλια για ένα γάμο».

Τα οικονομικά ετερώνυμα έλκονται
Ευτυχώς, η φύση είναι σοφή – η αντίληψη που θέλει τα ζευγάρια να αλληλοσυμπληρώνονται σε γενικές γραμμές ισχύει. Αυτό σημαίνει ότι, σε επίπεδο οικονομικής διαχείρισης, η οικονομία του συστήματος «ζευγάρι» βασίζεται σε μια πολύ απλή συνθήκη: ο ένας παίζει το μυρμήγκι και ο άλλος το τζιτζίκι. Γυναίκες που είναι ικανές να ξοδέψουν ολόκληρο το μισθό τους κατεβαίνοντας την Ερμού, από το Σύνταγμα μέχρι την Καπνικαρέα, βρίσκονται παντρεμένες με άντρες που υπολογίζουν και το τελευταίο λεπτό του ευρώ – και αντίθετα: γυναίκες μαθημένες στην οικονομία, που δεν θα αγοράσουν τίποτα αν δεν βρίσκεται σε προσφορά, καταλήγουν να αστυνομεύουν άντρες που δεν το έχουν σε τίποτα να ξοδέψουν τα χρήματα του ηλεκτρικού σε μια έξοδο για μπίρες μετά τη δουλειά. 

Υπάρχουν ασφαλώς και κάποιες θλιβερές περιπτώσεις ζευγαριών που συμφωνούν στη στάση τους απέναντι στο ζήτημα της αποταμίευσης: τα βλέπεις αγαπημένα να μοιράζονται ένα πιάτο από το φαγητό που έρχεται με τάπερ από κάθε πεθερά εναλλάξ, έχοντας περιορίσει στο ελάχιστο τα έξοδα διατροφής. Ή, στο άλλο άκρο, εκείνα που λειτουργούν σαν ήρωες video game: Με το που περνούν πίστα, γεμίζει ο λογαριασμός στην τράπεζα. Ο στόχος τους είναι να ξοδέψουν όσο περισσότερα γίνεται, στο μικρότερο δυνατό χρόνο. Στα μισά του μήνα, κείτονται ξέπνοοι αλλά ευχαριστημένοι από την κούρσα σπατάλης, σε ένα σπίτι γεμάτο άχρηστα αντικείμενα, παίρνοντας ένα ακόμα δάνειο για να καλύψουν τις δόσεις των δανείων και των καρτών που τους πνίγουν. Μια εικόνα οικογενειακής ευτυχίας που συνοψίζει το μικροαστικό ελληνικό όνειρο

Το να είναι κανείς σπάταλος ή μετρημένος αποτελεί ασφαλώς στοιχείο προσωπικότητας, είναι όμως παράλληλα κι ένας ρόλος που καλείσαι να παίξεις ως το μισό ενός ζευγαριού. Συνήθως, υπάρχει κάποιος που «βολεύεται» σε ένα ρόλο –του σπάταλου– αφήνοντας τον άλλο να βγάλει το φίδι από την τρύπα: να κάνει προϋπολογισμό, να πληρώσει λογαριασμούς, να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα. Αν ο γάμος είναι η κοινωνική διαδικασία που σηματοδοτεί την ενηλικίωση με τον πιο σαφή τρόπο, αυτό δεν γίνεται φυσικά με τον πιο εύκολο τρόπο. Είναι ένδειξη ενηλικίωσης, με άλλα λόγια, το να βγεις από αυτόν το ρόλο και να κάνεις μια προσπάθεια για το κοινό ταμείο. Ένα έξυπνο κόλπο είναι η ανάθεση της εξόφλησης των λογαριασμών στο «σπάταλο» μέλος του ζευγαριού, που, βλέποντας το διαθέσιμο προς σπατάλη εισόδημα να μικραίνει, βρίσκεται προ των ευθυνών του. Δεν πιάνει πάντα, είναι όμως μια αρχή – και, κυρίως, μια ανακουφιστική αλλαγή για τον ταλαίπωρο άνθρωπο που αναλαμβάνει να παίξει το ΣΔΟΕ μέσα στη σχέση, που μπορεί για μια φορά να επιδοθεί σε μια κούρσα shopping

Τίποτα από αυτά φυσικά δεν αποτελεί πραγματική ενηλικίωση. Για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να μπεις στη σχέση αφήνοντας πίσω το εγώ σου και να καταλάβεις ότι, όσο ελάχιστα ρομαντικό κι αν είναι, θα χρειαστεί να λερώσεις τα χέρια σου με χαρτιά λογαριασμών και λογιστικά τετράδια. Κι όταν εκπληρώσεις το χρέος σου στο άλλο σου μισό, θα μπορέσεις να ξοδέψεις όσα από το εισόδημά σου θέλεις. Βέβαια, για να μπορέσεις να το κάνεις αυτό, πρέπει να συντρέχει μια απαραίτητη προϋπόθεση: να διαθέτεις εισόδημα.

Η μις άεργη και ο «σώγαμπρος του 21ου αιώνα»
Η Ελλάδα είναι μια χώρα με πολύ βαθιές οικογενειακές παραδόσεις. Μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες, η δομή της ελληνικής οικογένειας ήταν σαφής: ο άντρας ήταν ο κουβαλητής και η γυναίκα η νοικοκυρά – εκείνη διαχειριζόταν τα καθημερινά έξοδα και, αναλόγως με την επιτυχία της σ’ αυτό τον τομέα, επιβραβευόταν ξοδεύοντας και κάτι για τον εαυτό της. 

Σήμερα, είναι περίπου εξευτελιστικό για μια γυναίκα να αναγκάζεται να παρακαλά για να της δώσει ο άντρας της χρήματα για μια τσάντα. Το πρότυπο της υποταγμένης νοικοκυράς δεν έχει πεθάνει, βέβαια. Απλώς, στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού, έχει αντικατασταθεί από εκείνο της «άεργης»: νεαρές γυναίκες που θεωρούν το γάμο ως μια καλή δικαιολογία για να σταματήσουν να δουλεύουν. Μέχρι το γάμο θα τις δεις να δουλεύουν σε διάφορους χώρους: σερβιτόρες σε καφέ, πωλήτριες σε καταστήματα ρούχων, συμβασιούχες ορισμένου χρόνου σε θεσούλες στο δημόσιο (να ‘ναι καλά ο μπαμπάς και οι γνωριμίες του), υπεύθυνες δημοσιών σχέσεων... Είναι γυναίκες που ποτέ δεν αντιμετώπισαν τη δουλειά τους ως κάτι που τις προσδιορίζει – σε αντίθεση με το γάμο τους. Πρόθυμα θα μεταλλαχτούν σε full time νοικοκυρές, που θα φροντίζουν τα παιδιά, βρίσκοντας πάντα χρόνο για μια βόλτα στο Κολωνάκι – αρκεί να το επιτρέπει το εισόδημα του συζύγου τους. 

Το αρσενικό τους αντίστοιχο είναι ο «σώγαμπρος του 21ου αιώνα». Απομεινάρι μιας άλλης εποχής, είναι ο κλασικός λεβέντης, που θα σκλαβώσει με τη γοητεία του ολόκληρη την οικογένεια της συντρόφου του. Πρόθυμα θα αφήσει το «εγώ» του στην άκρη και θα αποδεχτεί την προίκα της γυναίκας του: ένα διαμέρισμα στην οικογενειακή πολυκατοικία, που με κόπο έχτισαν τα πεθερικά του, εξασφαλίζοντας ότι όλη η οικογένεια θα μείνει ενωμένη, ό,τι κι αν συμβεί. Εγγυητής αυτής της ενότητας, ο «σώγαμπρος του 21ου αιώνα» κολακεύει τα πεθερικά του, ενώ απολαμβάνει τη χρησικτησία της περιουσίας τους. 

Για κάτι τέτοιες περιπτώσεις ανακαλύφθηκαν τα προγαμιαία συμβόλαια, που πρωτοείδαμε με δέος στις αμερικανικές ταινίες (εντάξει, στη Δυναστεία), τα οποία είναι ίσως ο πιο πεζός, κυνικός και εχθρικός τρόπος να ξεκινήσει ένα ζευγάρι την κοινή του ζωή. Τίποτα δεν μπορεί να σκοτώσει τον έρωτα πιο γρήγορα από αυτό.

Έσονται οι δύο σε τσέπη μία
Ο ορισμός του γάμου αλλάζει ανάλογα με το ποιος είναι αυτός που τον διατυπώνει: για ένα σχολαστικό λογιστή, ο γάμος δεν είναι μόνο ένωση ανθρώπων, αλλά και ένωση περιουσιών. Αυτό δεν σημαίνει ότι, πριν παντρευτείς, πρέπει να ξέρεις ακριβώς τα εισοδήματα του άλλου. Είναι όμως απαραίτητο να ξέρεις τα δικά σου. Γιατί, όσο κι αν νομίζουμε ότι αυτή η αδιάκοπη αλληλουχία συμβιβασμών που αποκαλούμε «γάμο» είναι ένας καθοριστικός σταθμός στη ζωή του ανθρώπου, η αλήθεια είναι ότι δεν μπορεί να αλλάξει ριζικά καμία προσωπικότητα. Με άλλα λόγια, μπαίνει κανείς στο γάμο με την αντίληψη περί οικονομικής διαχείρισης που έχει και στην εργένικη ζωή. Οι οικονομικές τριβές μπορεί να φθείρουν μια σχέση στο βαθμό που το ίδιο το ζευγάρι θα το επιτρέψει: ένα από τα πιο συνηθισμένα προβλήματα αφορά το ποσό που συνεισφέρει ο καθένας στον οικογενειακό προϋπολογισμό. Η «αθάνατη ελληνική οικογένεια» έχει εκπαιδεύσει μια κοινωνία να βλέπει υποτιμητικά έναν άντρα που βγάζει λιγότερα από τη γυναίκα του, ενώ το αντίθετο θεωρείται απολύτως λογικό και συνηθισμένο. Ένα ζευγάρι μπορεί να περάσει ολόκληρη την κοινή του ζωή μέσα στα κόμπλεξ, στον ανταγωνισμό και στις προβολές που μπορεί να δημιουργήσει κάτι τέτοιο. 

Οι άνθρωποι είναι πολύπλοκα όντα – σχηματίζουν ζευγάρια, για να μετασχηματίσουν τον έρωτά τους σε οικογένεια, την ίδια στιγμή που φοβούνται ότι κάτι τέτοιο θα τους στερήσει την ελευθερία τους και το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού. Όταν στην εξίσωση μπαίνουν οικονομικοί παράγοντες, το αποτέλεσμα είναι εκρηκτικό. Κανείς δεν είπε όμως ότι ο γάμος σημαίνει να αρνηθείς αυτό που είσαι – αρκεί να σέβεσαι τον κοινό χώρο που δημιουργείς με τον άλλο. Δεν είναι απλό: γι’ αυτό πολέμησαν γενιές και γενιές παντρεμένων ζευγαριών, άλλοτε διεκδικώντας τη μέρα της εβδομάδας που θα βγει ο καθένας με τους δικούς του φίλους κι άλλοτε διεκδικώντας το ποσοστό του εισοδήματος που θα προσφέρει ο καθένας στο κοινό ταμείο. Αν το έχεις καταφέρει αυτό, αν καταφέρεις να έχεις τα δικά σου χρήματα, που τα ξοδεύεις όπως θέλεις, προσφέροντας ταυτόχρονα το ποσοστό σου στον κοινό λογαριασμό, τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος να σε φοβίζουν οι κάρτες, τα δάνεια, οι λογαριασμοί και ο προϋπολογισμός της γέννας. Ειδικά ο τελευταίος μπορεί να κάνει τον πιο ψύχραιμο και συνετό διαχειριστή της οικογενειακής περιουσίας να παραλύσει από τρόμο. Αυτό όμως είναι μια άλλη οικονομική ιστορία... 

http://www.madamefigaro.gr/