24 Απρ 2011

Michael Bastian

Πώς ένα από τα πιο σπουδαία νέα ονόματα της μόδας στην Αμερική, αυτός που έφτασε να σχεδιάζει σειρές για τον κολοσσό Gant, δεν είχε λεφτά για να αγοράσει τα ίδια του τα ρούχα – και τι αποφάσισε να κάνει γι ’αυτό.


Μια Δευτέρα πριν από λίγο καιρό, ένας καλός σχεδιαστής μόδας και η μικρή ομάδα υπαλλήλων που δουλεύουν γι’ αυτόν μετακόμιζαν σε ολοκαίνουρια γραφεία. Μέσα στα γραφεία έχουν ήδη στηθεί δυο τρεις υπολογιστές Mac, μερικές κρεμάστρες με δείγματα από την ανοιξιάτικη συλλογή (εμπνευσμένη από το πλήρωμα του Κουστώ στο «Καλυψώ») και ένα γυάλινο τραπέζι συσκέψεων στο κέντρο του δωματίου. Το μέρος είναι ένας άδειος καμβάς και ο σχεδιαστής Mάικλ Μπάστιαν –ο άνθρωπος που έχει προταθεί στην Αμερική τέσσερις φορές μέσα σε πέντε χρόνια για το βραβείο καλύτερου σχεδιαστή αντρικών ρούχων, που πουλάει τα t-shirts των 350 ευρώ και τα φούτερ των 900 ευρώ στο Barneys και στο Bergdorf Goodman και που η βιομηχανία της μόδας θεωρεί τον πιο ελπιδοφόρο από τότε που έσκασαν οι Ραλφ Λόρεν και Κάλβιν Κλάιν– έχει έρθει εδώ για να ξεκινήσει εντελώς από την αρχή.

Ο Μπάστιαν δεν έκρυψε ποτέ ποια είναι η διαρκής έμπνευση για το καλό του γούστο: το πώς ντυνόταν ο μπαμπάς του. Θυμάται τον πατέρα και τους φίλους του να φοράνε τζιν Levi’s ή κοτλέ παντελόνια, πουκάμισα από φανέλα με πλεκτές γραβάτες, ναυτικά μπλέιζερ, φουσκωτά γιλέκα με πούπουλα χήνας και τρακτερωτά μποτάκια. «Όταν αναπολείς τα 70s, σκέφτεσαι πάντα το Studio 54» λέει. «Όμως εκείνη την εποχή υπήρχε και κάτι εντελώς διαφορετικό. Εκεί που ζούσα εγώ, το στυλ είχε να κάνει περισσότερο με τους άντρες που έβγαιναν έξω στα δάση και στη φύση». Ως παιδί ήταν το πιο περίεργο της οικογένειας, το εσωστρεφές αγόρι που, όταν βγήκαν τα πρώτα τζιν από τον Calvin Klein, κούρεψε όλους τους κήπους με γκαζόν της μικρής πόλης για να αγοράσει ένα τέτοιο παντελόνι. Αρχικά ήθελε να γίνει διαφημιστής στη Mάντισον Άβενιου, κάτι που δεν φτούρησε, και μέχρι σήμερα δεν έχει δει ούτε ένα επεισόδιο των Mad Men. Αφού πήρε το πρώτο πτυχίο στη διοίκηση επιχειρήσεων, μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και ξεκίνησε να δουλεύει ως πωλητής σε ένα πολυκατάστημα, ύστερα ως βοηθός στυλίστα στο περιοδικό Avenue, κειμενογράφος στο μεσιτικό γραφείο Sotheby’s και junior διακοσμητής στα μαγαζιά Polo Ralph Lauren.


Τότε ήταν που του χτύπησε την πόρτα (ή μάλλον το τηλέφωνο) η τύχη. Ένας φίλος του ανέλαβε τη θέση του διευθυντή μόδας στο Bergdorf Goodman και σκέφτηκε τον Μάικλ Μπάστιαν για τη θέση του υπεύθυνου στο αντρικό τμήμα. Ο Μπάστιαν, που ήταν τότε 35 ετών, δεν πίστευε αυτό που του συνέβαινε: «Πέρασα από δύο συνεντεύξεις και πήρα τη δουλειά. Σκεφτόμουν, πώς έγινε τώρα αυτό; Πρόκειται για μια από αυτές τις θέσεις που μόνο να ονειρευτώ μπορούσα». Ο Μπάστιαν πέρασε πέντε χρόνια στο Bergdorf Goodman, κατά τη διάρκεια των οποίων πήρε πολλά μαθήματα. Όπως τότε σε ένα ταξίδι στην Ιταλία, όταν ανακάλυψε ένα καταπληκτικό μπλέιζερ, το οποίο όμως ήταν τόσο ακριβό, που φοβήθηκε να το προτείνει στο αφεντικό του. Όταν το έμαθε ο προϊστάμενός του έγινε έξαλλος: «Mάικλ, δεν σε πληρώνω για να ανησυχείς για τις τιμές, αλλά για να βρίσκεις τα καλύτερα πράγματα που υπάρχουν εκεί έξω. Είναι πολλοί αυτοί που θεωρούν τα 4.000 δολάρια που κάνει αυτό το μπλέιζερ το ίδιο λογικά με αυτά που εμείς δίνουμε για ένα κουτί μπισκότα».

Όταν δεν έκανε παραγγελίες για την επόμενη σεζόν, ο Mάικλ Μπάστιαν ανανέωνε το image του καταστήματος και σχεδίαζε την ιδιωτική ετικέτα Bergdorf Goodman, προσπαθώντας να φτιάξει ο ίδιος όσα ήθελε να φορέσει, αλλά δεν τα έβρισκε πουθενά. «Γύρω στα 2005» λέει το τότε αφεντικό του Ρόμπερτ Μπερκ «άρχισε να τρώγεται με τα ρούχα του. Ήρθε τότε και μου είπε “Θέλω να σχεδιάσω το τέλειο chino παντελόνι, την αποθέωση του chino”. Στο μυαλό του είχε ένα καλοσχεδιασμένο παντελόνι με στενά μπατζάκια (αλλά όχι πολύ στενά), χαμηλοκάβαλο (αλλά όχι πολύ χαμηλοκάβαλο) και φτιαγμένο από τα πιο υψηλής ποιότητας υλικά. Έτσι στράφηκε στον Μπρουνέλο Κουτσινέλι, τον οποίο ήξερε από τη συνεργασία τους στο Bergdorf Goodman, για να τον βοηθήσει να βρει τα υφάσματα και να οργανώσει την παραγωγή, όχι μόνο των chinos, αλλά μιας ολοκληρωμένης αντρικής σειράς. Ήμουν στο ξενοδοχείο όταν έκλεισαν τη συμφωνία και ύστερα ο Μπρουνέλο ήρθε και με ρώτησε: “Πόσο μεγάλο νομίζεις ότι μπορεί να γίνει όλο αυτό;”. “Είμαι σίγουρος ότι μπορεί να φτάσει τα 30 εκατομμύρια δολάρια” του απάντησα».

Για την πρώτη προσωπική του συλλογή το 2006, ο Mάικλ Μπάστιαν σχεδίασε ρούχα εμπνευσμένα από τον Αμερικανό ποιητή Φρανκ Ο’ Χάρα: τα τέλεια chinos που λέγαμε, σακάκια με έξυπνες λεπτομέρειες και σορτς με ρεβέρ. Από την αρχή έδειξε μια ευρεία γκάμα, από μαγιό μέχρι σμόκιν, υποστηρίζοντας ότι «Το πιο δύσκολο πράγμα είναι να πάρεις κάτι που όλοι ήδη ξέρουν και να το κάνεις λίγο καλύτερο». Ένας τρόπος να το κάνεις αυτό είναι με την ποιότητα. Σε μεγάλο βαθμό λόγω της συνεργασίας του με τον Κουτσινέλι, τα ρούχα του κατασκευάστηκαν από τα πιο καλά (και ακριβά) υφάσματα, όπως κασμίρι από την Ούμπρια και στρατιωτικό χακί από την Ιαπωνία. Επίσης τα ρούχα του έχουν ραμμένες στο χέρι λεπτομέρειες. «Κάποια στιγμή μου καρφώθηκε η ιδέα να κάνω το τέλειο μποξεράκι, ούτε μακρύ ούτε κοντό, με μαργαριταρένια κουμπιά και από αληθινό πουκαμισόπανο. Έβγαινε στα 215 δολάρια, αλλά ξέρω ότι ούτε ο πιο πλούσιος άνθρωπος στον κόσμο δεν δίνει πάνω από 125 δολάρια για εσώρουχα». Γελάει. «Επειδή χρησιμοποιούμε μόνο τα καλύτερα υλικά, μερικές φορές η τιμή τους εκπλήσσει ακόμη και μένα τον ίδιο».

Πάρε, για παράδειγμα, το δερμάτινο τζάκετ από τη φθινοπωρινή συλλογή του 2010 που κόστιζε 4.380 δολάρια. Το τύπου Speedo μικροσκοπικό μαγιό για 180 δολάρια. Μια μαρινιέρα με βαθύ «V» που κάνει πάνω από 600 δολάρια. Και όμως, μπορεί να επιχειρηματολογήσει σχετικά με τις τιμές του. «Οι τιμές πρέπει να πονάνε, αλλά να μη σε σκοτώνουν» λέει. «Να διστάζεις να δώσεις την πιστωτική σου κάρτα, αλλά να μην το μετανιώνεις ποτέ. Απλά να το διαιρείς με τις μέρες που το έχεις φορέσει και ξαφνικά να γίνεται σχεδόν οικονομικό». Ωστόσο, στα πέντε χρόνια που κυκλοφορεί η σειρά του δεν υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που έκαναν αυτήν τη διαίρεση. Άσε που ακόμη και ο ίδιος βρέθηκε στη δυσάρεστη θέση να μην έχει λεφτά να αγοράσει τα ίδια του τα ρούχα. Έγινε έτσι σαν εμάς τους υπόλοιπους: κάποιος που βρήκε κάτι να του αρέσει πολύ, αλλά ανακάλυψε ότι χρειάζεται στεγαστικό δάνειο για να το αγοράσει.


Ο Mάικλ Μπάστιαν και ο Μπρουνέλο Κουτσινέλι επισήμως χώρισαν την εταιρεία τρεις μέρες πριν από τα περασμένα Χριστούγεννα, αγοράζοντας ο πρώτος από τον δεύτερο το μερίδιό του για ένα ποσό που δεν είναι ανακοινώσιμο. Λένε ότι χώρισαν φιλικά. Ο Μπάστιαν θεωρεί τα υφάσματα και την παραγωγή του Κουτσινέλι φοβερά ποιπελάτες. Ο Κουτσινέλι θεωρεί ότι ο Μπάστιαν είναι καταπληκτικός σχεδιαστής, αλλά ότι ο ίδιος πρέπει να αφοσιωθεί στη δική του φίρμα.

Όσο γρήγορα, όμως, έληξε μια συνεργασία, το ίδιο αστραπιαία ξεκίνησε μια καινούρια. Η εταιρεία Gant, που ιδρύθηκε το 1949 στο Nιου Χέιβεν, φτιάχνει casual ρούχα που αγοράζονται από εκατομμύρια άντρες και από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 έρχεται δεύτερη στην παραγωγή υποκαμίσων στον κόσμο. Όμως μετά την απόκτηση του πλειοψηφικού πακέτου της Gant το 2008 από την ίδια εταιρεία που φτιάχνει τα Lacoste, η ιδιοκτησία θέλησε να κάνει ένα λίφτινγκ στη φίρμα και φώναξε τον Mάικλ Μπάστιαν το περασμένο φθινόπωρο για να σχεδιάσει μια capsule collection με το όνομά του. «Ο Mάικλ έχει τεθεί επικεφαλής της ανανέωσης του
αμερικάνικου σπορ ρούχου» λέει ο Άρι Χόφμαν, διευθύνων σύμβουλος της Gant. «Ξεκινήσαμε με μια περιορισμένη συνεργασία, που όμως γρήγορα εξελίχθηκε σε κάτι τεράστιο. Όλα τα καταστήματα που φιλοξένησαν τη σειρά Gant by Michael Bastian θέλουν και άλλα τέτοια κομμάτια. Είχαμε πολύ μεγάλη ανταπόκριση από τους πελάτες, πέρα από κάθε προσδοκία».

Η σειρά για την Gant, όπως και η δική του συλλογή, είναι χαρακτηριστικά αμερικάνικη, πηγαίνει στο ένα πέμπτο των καταστημάτων της Gant παγκοσμίως και πουλιέται 15-20% πιο ακριβά από τα συνηθισμένα προϊόντα της εταιρείας, αλλά πολύ πιο φτηνά από τη δική του φίρμα. Η έμπνευση για την ανοιξιάτικη συλλογή που θα βρεις και εδώ στην Ελλάδα ήρθε από τον συγγραφέα Άρθουρ Μίλερ και τον παίκτη του φούτμπολ Τζο Ντιμάτζιο, και οι δύο σύντροφοι της Mέριλιν Μονρό. Ο Μπάστιαν αποκαλεί τη συνεργασία του
με την Gant «βαλβίδα αποσυμπίεσης», υπονοώντας ότι έτσι βρήκε τα λεφτά για να αγοράσει το μερίδιο του Κουτσινέλι. «Με έναν περίεργο τρόπο, ο μικρός αδερφός (τα Gant by Michael Bastian) θα βοηθήσει το μεγάλο αδερφό (τα Michael Bastian) να ορθοποδήσει» λέει μεταφορικά.

Η προσοχή του τώρα στρέφεται στο επαναλανσάρισμα της προσωπικής του σειράς με τη συλλογή για την άνοιξη του 2012, αφού πρώτα υπογράψει με καινούρια εργοστάσια, στήσει τα γραφεία του στο Μανχάταν και βρει τη χρυσή τομή ανάμεσα στην τιμή και την ποιότητα. Παρ’ ότι πολλοί τον έχουν ικανό για μεγάλα –τύπου Ralph Lauren– πράγματα, ο ίδιος επιλέγει πιο ταπεινούς στόχους. «Δεν με νοιάζει να γίνω γίγαντας» λέει. Πιστεύει ότι η αντοχή στις δυσκολίες είναι τυπικό αμερικάνικο χαρακτηριστικό: αν δεν σε βγάζει πουθενά, ρίξε μερικά ρούχα σε ένα σάκο και πήγαινε αλλού να ξεκινήσεις από την αρχή. Αυτές οι αξίες είναι που ενέπνευσαν τη φθινοπωρινή συλλογή το 2009 με αναφορές στο βιβλίο Στο Δρόμο του Κέρουακ και την ταινία Το δικό μου Άινταχο και οι ίδιες αξίες τον έφεραν στα καινούρια του γραφεία, εκεί όπου ξεκουμπώνοντας το πουκάμισό του αποκαλύπτει ένα t-shirt από μέσα με στάμπα που γράφει «Bastian Rd». Είναι πια στο σπίτι του.


Από το Esquire Απριλίου

http://www.stylista.gr/