Οι 82 επιστολές του Νίκου Καββαδία που τώρα δημοσιεύονται περιλαμβάνουν εξομολογήσεις για τις πρώτες γραφές των ποιημάτων του, ερωτήσεις για την υγεία της μητέρας, συγγενών, ηθοποιών, φίλων και γνωστών
«Οσο για το δικό μου Πάσχα… Ανήμερα φτάσαμε στην Αλεξάνδρεια. Πρώτη φορά που λυπόμουνα γιατί ταξιδεύω. Δεν μας έλειπε τίποτε από το τραπέζι. Μονάχα το κέφι. Πάλι, για πρώτη φορά στη ζωή μου στεναχωρήθηκα με τις αισχρές ιστορίες που συνηθίζουνε οι ναυτικοί στο τραπέζι. Ηθελα να 'μουνα στην Αθήνα να πάμε μαζί βόλτα στις εκκλησιές. Είχα ένα κέφι για κλάματα…» γράφει σε μια επιστολή του ο ποιητής.
Το βιβλίο των 195 σελίδων έχει τίτλο «Νίκος Καββαδίας. Γράμματα στην αδελφή του Τζένια και στην Ελγκα» και περιλαμβάνει εξομολογήσεις για τις πρώτες γραφές των ποιημάτων του, ερωτήσεις για την υγεία της μητέρας, συγγενών, ηθοποιών, φίλων του λογοτεχνών αλλά και «εχθρών».
Παράλληλα, παρουσιάζει μέσα από τις επιστολές τις περιπέτειες του θαλασσινού ποιητή, καθώς και περιγραφές τόπων εξωτικών.
Ενας τρυφερός Καββαδίας με την ανιψιά του και ένας ενοχικός με τον εαυτό του. «Ξέρω πόσο σας έχω βασανίσει. Θα προσπαθήσω στο μέλλον να σας κάμω να ξεχάσετε όλοι σας , περισσότερο εσύ, τα κακά που σας έχω κάμει» γράφει.
Η Ελγκα Καββαδία στον πρόλογο του βιβλίου εξηγεί ότι δεν υπάρχει αλληλογραφία των τελευταίων χρόνων της ζωής του, γιατί ταξίδευε στη Μεσόγειο θέλοντας να κάνει το χατίρι τους, να τον βλέπουν κάθε βδομάδα.
«Τα γράμματα δείχνουν το χαρακτήρα του» τονίζει, σημειώνοντας τη φράση που έλεγε στον αποχωρισμό: «ο χωρισμός ματώνει».
Οι λέξεις του σχηματίζουν ποιήματα. «Γύρω σφυρίζουν, κλαίνε θα μπορούσε να πει κανείς , τα καραβοφάναρα…» ανέφερε σε ένα του γράμμα, ενώ σε άλλο έγραφε: «Προχθές είχα ένα γράμμα σου από τις 29 Δεκεμβρίου κι ένα τις 2 Ιανουαρίου. Με το χθεσινό ταχυδρομείο δεν είχα. Και ζηλεύω τους άλλους που έχουν».
«Είμαι δειλός και δεμένος με τα πράγματα και τους ανθρώπους μου περισσότερο απ ΄όλους σας» ανέφερε σε μια επιστολή του ο ποιητής, ενώ σε άλλη παραδέχεται ότι τον κάθε τόπο τον αγάπησε «πάντα για τη μυρωδιά του».
Και ένα απόσπασμα - εξομολόγηση μιας δικής του αντίληψης για την θρησκευτική πίστη:
«Είναι η στιγμή που οι Αραβες και οι Πέρσες εργάτες του καραβιού μας προσεύχονται. Ποτέ μου δεν είδα εξαντλητικότερη προσευχή. Εκατό μισόγυμνα κορμιά σε διάφορες στάσεις , πάνω στ΄ αμπάρια, στη γέφυρα, στο κατάστρωμα. Έτσι τους παίρνει ο ύπνος. Στέκομαι και προσεύχομαι. Ποτέ μου δεν πίστεψα σ' ένα Θεό!».
Ο Καββαδίας γεννήθηκε το 1910 στην Μαντζουρία και πέθανε το 1975 στην Αθήνα. Ποιητής και πεζογράφος με μικρό πεζογραφικό έργο και με προσωπικό ύφος στα ποιητικά του ταξίδια . Η οικογένειά του εγκαταστάθηκε για ένα διάστημα στο στον τόπο καταγωγής του, το Αργοστόλι και μετά στον Πειραιά. Συνέδεσε τη ζωή του και το έργο του με τη θάλασσα. Εργα του «Μαραμπού», «Πούσι», «Τραβέρσο» (ποιήματα), «Βάρδια» (πεζό).
http://www.tovima.gr/