25 Μαρ 2011

Η επιστροφή της Γαλλίας

Η εκλογή του Νικολά Σαρκοζί στον προεδρικό θώκο της Γαλλίας πριν από τέσσερα χρόνια, είχε δημιουργήσει την αίσθηση ότι η Γαλλία θα επιδίωκε να παίξει έναν πιο ενεργό ρόλο στα διεθνή ζητήματα. Οι πρώτες κινήσεις του Γάλλου προέδρου συνηγορούσαν υπέρ αυτής της άποψης: Ανάληψη πρωτοβουλίας για τη δημιουργία της «Ευρωμεσογειακής Συνεργασίας», σαφής θέση άρνησης της εισόδου της Τουρκίας στην ΕΕ, επιστροφή της Γαλλίας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, προσπάθεια οικοδόμησης μίας τριμερούς συμμαχίας με τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία, ανάληψη διαμεσολαβητικού ρόλου στην κρίση του Καυκάσου μεταξύ Ρωσίας και Γεωργίας. Τέσσερα χρόνια μετά η αξιοπιστία της γαλλικής εξωτερικής πολιτικής βρισκόταν στο ναδίρ, καθώς η πολιτική ηγεσία του Παρισιού δεν κατόρθωσε να προωθήσει κανένα από τα μεγαλεπήβολα σχέδιά της.


Η Ευρωμεσογειακή Συνεργασία παρέμεινε κενό γράμμα μετά τη σθεναρή απαίτηση της Γερμανίδας καγκελάριου, Άγκελα Μέρκελ, να συμμετέχουν σε αυτήν και τα 27 κράτη-μέλη της ΕΕ και όχι μόνο τα μεσογειακά όπως ήθελε ο Σαρκοζί. Από την άλλη η συμμαχία Γαλλίας-Μ. Βρετανίας-ΗΠΑ δεν ευοδώθηκε ποτέ αφενός λόγω των σοβαρών οικονομικών προβλημάτων του Ηνωμένου Βασιλείου και αφετέρου, η πρόσδεση της γαλλικής πολιτικής στο γερμανικό άρμα, μείωσε τη χρησιμότητά της για τους αμερικανικούς σχεδιασμούς. Στο ευρωπαϊκό επίπεδο, ο γαλλογερμανικός άξονας, που άλλοτε ήταν η ατμομηχανή της ενοποιητικής διαδικασίας, υπάρχει μόνο στα χαρτιά. Στην πραγματικότητα, οι αποφάσεις που λαμβάνονται, τόσο για τον μηχανισμό διάσωσης όσο και για τα σημαντικά ζητήματα που αφορούν την Ένωση έχουν γερμανική σφραγίδα, με το Παρίσι να αρκείται στην εκ των υστέρων επικύρωση των μονομερών επιλογών του Βερολίνου. Η Γαλλία από ισότιμος και ισοβαρής εταίρος του άξονα έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα. Επιπλέον, τα σκάνδαλα της κυβέρνησης Σαρκοζί, με την υπουργό Εξωτερικών Αλιό Μαρί και τον πρωθυπουργό Φιγιόν να κάνουν διακοπές στην Τυνησία, δαπάνοις του καθεστώτος Μπεν Άλι, την ώρα που η βορειοαφρικανική χώρα συγκλονιζόταν από τις λαϊκές εξεγέρσεις, η αρχική ψήφος εμπιστοσύνης της Γαλλίας προς το τυνησιακό καθεστώς και η αμήχανη στάση της κατά τη διάρκεια της αιγυπτιακής εξέγερσης επέτειναν την αίσθηση ότι η γαλλική διπλωματία ήταν, αν όχι ανύπαρκτη, τουλάχιστον ασόβαρη και ανυπόληπτη.
Όλα αυτά μέχρι τη στιγμή που ξέσπασαν οι ταραχές στη Λιβύη. Η μετατροπή τους σε εμφύλιο πόλεμο και η ανηλεής(;) καταστολή της εξέγερσης από τον άλλοτε φίλο και σύμμαχο, συνταγματάρχη Καντάφι, έδωσαν στο Παρίσι την ευκαιρία που έψαχνε για να «ρεφάρει» τις απανωτές αποτυχίες των τελευταίων χρόνων. Η Γαλλία ήταν η πρώτη χώρα που αναγνώρισε το Επαναστατικό Συμβούλιο της Βεγγάζης ως νόμιμη κυβέρνηση της Λιβύης προκαλώντας τις έντονες αντιδράσεις της Γερμανίας και άλλων εταίρων καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είχε λάβει καμία ανάλογη απόφαση. Ακόμη και η Βρετανία, η οποία συμμερίζονταν τις γαλλικές απόψεις για το ζήτημα της Λιβύης, έκανε λόγο για νόμιμο συνομιλητή και όχι νόμιμη κυβέρνηση.
Σε συνεργασία με τη Μ. Βρετανία, ο Γάλλος πρόεδρος ανέλαβε προσωπικά να επιτύχει μία απόφαση για την επιβολή ζώνης απαγόρευσης πτήσεων από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και όπως είναι γνωστό, μετά την απόφαση 1973/2011 του ΣΑ του ΟΗΕ, η Γαλλία ήταν η πρώτη χώρα που ανέλαβε στρατιωτική δράση εναντίον της Λιβύης, εμφανιζόμενη ως ηγέτιδα δύναμη σε αυτή την στρατιωτική επιχείρηση.

Οι επιδιώξεις της Γαλλίας
Η επιδίωξη της Γαλλίας τόσο να πιέσει για άμεση δράση στη Λιβύης όσο και η επιμονή της να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στις πολεμικές επιχειρήσεις εγείρει ερωτηματικά για τους στόχους της γαλλικής πολιτικής και προκαλεί αντιδράσεις από συμμάχους και μη. Πέραν πάσης αμφιβολίας, για τη γαλλική εξωτερική πολιτική, η ενεργός ανάμιξή της στη λιβυκή κρίση είναι ένας τρόπος να ισορροπήσει τη μείωση του γαλλικού ρόλου στην ΕΕ και το γεγονός ότι στα οικονομικά ζητήματα της Ένωσης το Παρίσι έχει συρθεί πίσω από τις επιλογές της κυβέρνησης Μέρκελ. Αναλαμβάνοντας στρατιωτική δράση, ο Σαρκοζί υπενθυμίζει τόσο στους Γερμανούς όσο και στους υπόλοιπους εταίρους ότι μπορεί η Γερμανία να είναι η οικονομική υπερδύναμη της Ευρώπης, η Γαλλία όμως παραμένει η πολιτική και στρατιωτική υπερδύναμη της Γηραιάς Ηπείρου. Η Γαλλία είναι μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας, διαθέτει πυρηνικό οπλοστάσιο και χάρη στο δίκτυο των στρατιωτικών της βάσεων στην Αφρική και τον Ειρηνικό και του αεροπλανοφόρου Σαρλ Ντε Γκωλ είναι η μόνη ηπειρωτική ευρωπαϊκή χώρα που έχει τη δυνατότητα προβολής στρατιωτικής ισχύος σε όλα σχεδόν τα μήκη και πλάτη της υφηλίου.

Ταυτόχρονα, η γαλλική ηγεσία θέλει να καταστήσει σαφές προς πάσα κατεύθυνση ότι είναι η ηγεμονική δύναμη στη Μεσόγειο. Με τις ΗΠΑ να είναι απασχολημένες σε άλλες περιοχές πιο σημαντικές για τα εθνικά τους συμφέροντα απ’ ό,τι η Μεσόγειος, με τη Ρωσία να έχει αρκεστεί στο να ασκεί ηγεμονία στο εγγύς εσωτερικό της, την Ισπανία και την Ιταλία να αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα που δεν τους επιτρέπουν άμεση στρατιωτική εμπλοκή στη Βόρεια Αφρική, για τη Γαλλία είναι μία πρώτης τάξης ευκαιρία να προωθήσει τα στρατηγικά και οικονομικά της συμφέροντα στη Μεσόγειο και παράλληλα, να σπάσει την άτυπη κατανομή εργασίας μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών διευρύνοντας τη ζώνη επιρροής της πέραν της Αλγερίας και του Λιβάνου όπου παραδοσιακά ασκούσε επιρροή.

Η Λιβύη, αντίθετα με την Τυνησία και την Αίγυπτο, είναι μία χώρα πλούσια σε υδρογονάνθρακες. Τα πετρελαϊκά της αποθέματα υπολογίζονται σε περισσότερα από 44 δισ βαρέλια ενώ διαθέτει και σημαντικά κοιτάσματα φυσικού αερίου. Είναι σαφές ότι η Γαλλία θέλει να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στη νομή των λιβυκών υδρογονανθράκων. Μπορεί επισήμως η αιτία της δυτικής εμπλοκής στη Λιβύη να ήταν η προστασία του άμαχου πληθυσμού, η ιστορία ωστόσο μας έχει διδάξει ότι όπου υπάρχουν τέτοια κοιτάσματα πετρελαίου και αερίου υπάρχουν και σημαντικά ενεργειακά και οικονομικά συμφέροντα. Η ανοχή της Ρωσίας, της Κίνας και της Γερμανίας στην επέμβαση από πλευράς Γάλλων-Βρετανών-Αμερικανών (δεν έθεσαν βέτο στο ΣΑ) δείχνει ότι υπογείως έχει υπάρξει κάποιου είδους διαπραγμάτευση και έχουν λάβει διαβεβαιώσεις ότι δεν θα αποκλειστούν από τη μελλοντική νομή των πετρελαίων. Σε κάθε περίπτωση πάντως, είναι σαφές ότι οι χώρες που συμμετέχουν στους βομβαρδισμούς θα λάβουν τη μερίδα του λέοντος. Επιπλέον των πετρελαίων όμως, η Λιβύη διαθέτει συναλλαγματικό πλεόνασμα της τάξης των 180 δισ. δολαρίων. Ήδη ο συνταγματάρχης Καντάφι είχε εκφράσει τη βούλησή του να δαπανήσει άνω των 40 δισ. για τον εκσυγχρονισμό της υποδομής στη Λιβύη. Αναμφίβολα οι Γάλλοι θα διεκδικήσουν ένα σημαντικό ποσοστό από τα μελλοντικά συμβόλαια ανοικοδόμησης της Λιβύης.
Μία τέταρτη επιδίωξη του Νικολά Σαρκοζί είναι η δημιουργία (επιτέλους) της συμμαχίας Γαλλίας-ΗΠΑ. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, αυτός ήταν ένας από τους προεκλογικούς στόχους του Γάλλου προέδρου, ο οποίος για διαφόρους λόγους δεν ευοδώθηκε. Αυτή τη στιγμή δίνεται η ευκαιρία στη γαλλική ηγεσία να πραγματοποιήσει την πρόθεσή της να γίνει ο στενότερος σύμμαχος των ΗΠΑ και να αναβαθμιστεί έτσι η Γαλλία στο άτυπο νούμερο δύο της Δύσης πίσω από την Υπερδύναμη.
Πέραν πάσης αμφιβολίας, η επίδειξη αποφασιστικότητας και πυγμής από μέρους της γαλλικής ηγεσίας στοχεύει βεβαίως και στο εσωτερικό της χώρας σε μία προσπάθεια να αναβαθμίσει το τρωθέν γόητρό του και την κατρακύλα της δημοτικότητάς του ενόψει των προεδρικών εκλογών του επόμενου έτους.
Όπως κάθε πόλεμος, έτσι και ο πόλεμος στη Λιβύη πρόκειται να αποτελέσει μία «πασαρέλα» επίδειξης οπλικών συστημάτων και στρατιωτικών δυνατοτήτων. Η βιομηχανία όπλων είναι μία πανίσχυρη βιομηχανία που κομίζει εκατομμύρια στις εθνικές οικονομίες των κρατών που διαθέτουν τέτοιες βιομηχανίες. Η Γαλλία από καιρό κάνει σοβαρές προσπάθειες να μεγαλώσει το μερίδιό της στην αγορά των οπλικών συστημάτων. Με την επίδειξη των στρατιωτικών δυνατοτήτων της γαλλικής πολεμικής βιομηχανίας της δίνεται αυτή η δυνατότητα.

Επιλογή υψηλού ρίσκου
Ο νέος υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας, ο πρώην πρωθυπουργός Αλέν Ζιπέ, δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών για τη συγκεκριμένη επιλογής της γαλλικής εξωτερικής πολιτικής: είναι μία επιλογή υψηλού ρίσκου, η οποία μπορεί να αποδειχθεί μπούμερανγκ. Άλλωστε, διαχρονικά η γαλλική εμπλοκή στον αραβικό κόσμο έχει ταυτιστεί με μεγάλες διπλωματικές ήττες για τη γαλλική πολιτική: Η κυβέρνηση του Γκι Μολέ αναγκάστηκε σε άτακτη υποχώρηση από του Αμερικανούς και τους Σοβιετικούς όταν οι Γάλλοι, μαζί με βρετανικές και ισραηλινές δυνάμεις, επενέβησαν στην Αίγυπτο, δημιουργώντας την κρίση του Σουέζ. Ακόμη, στην Αλγερία χρειάστηκε η αποφασιστική πολιτική του Ντε Γκωλ ώστε η Γαλλία να απεμπλακεί από ένα αδιέξοδο. Επίσης το 1984, δύο χρόνια μετά την εμπλοκή της Γαλλίας στην κρίση του Λιβάνου, ο πρόεδρος Μιτεράν αναγκάστηκε σε άτακτη φυγή από τη χώρα των κέδρων. Όλα αυτά τα γεγονότα είχαν δημιουργήσει μία πεποίθηση στη γαλλική διπλωματία ότι δεν πρέπει να εμπλακεί στρατιωτικά στον αραβικό κόσμο. Εύλογα λοιπόν, η σημερινή εμπλοκή της Γαλλίας στη Λιβύη εγείρει ανησυχίες.

Σε τακτικό επίπεδο, οι στόχοι των βομβαρδισμών δεν είναι απολύτως σαφείς. Το ψήφισμα του ΣΑ αναφέρεται στην προστασία των αμάχων και μόνο. Ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας δήλωσε απερίφραστα και κατηγορηματικά ότι ο ίδιος ο Μουαμάρ Καντάφι δεν αποτελεί στρατιωτικό στόχο. Είναι όμως η πτώση του Καντάφι τακτικός στόχος των συμμάχων; Από τη μία η Γαλλία έχει αναγνωρίσει το Επαναστατικό Συμβούλιο της Βεγγάζης ως νόμιμη κυβέρνηση. Επομένως, καθίσταται προφανές ότι για τους Γάλλους τακτικός στόχος είναι η ανατροπή του Καντάφι.

Από την άλλη, η σαφής δήλωση του Μπαράκ Ομπάμα ότι ο Μουαμάρ Καντάφι πρέπει να αποσύρει τις δυνάμεις του από όλες τις πόλεις που έχει ανακαταλάβει περιπλέκει τα πράγματα. Δεδομένου ότι πριν από την αντεπίθεση των καθεστωτικών ο Καντάφι ήλεγχε μόνο την Τρίπολη και ορισμένες περιοχές στα νότια και δυτικά της χώρας, μπορεί η φράση αυτή του Ομπάμα να σημαίνει ότι ο τακτικός στόχος μπορεί να επιτευχθεί και με μια de facto διχοτόμηση της Λιβύης με το καθεστώς να επιβιώνει στην περιοχή της Τριπολίτιδας και τους αντικαθεστωτικούς να διατηρούν τον έλεγχο στην περιοχή της Κυρηναϊκής;

Όποιος και να είναι ο στόχος το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν μπορεί να επιτευχθεί όσο εύκολα υπολόγιζε η γαλλική ηγεσία. Οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί μπορεί να έχουν αδρανοποιήσει την αεροπορία του Καντάφι, δεν μπορούν όμως να εξοντώσουν τις επίγειες δυνάμεις του. Το καθεστώς έχει τη δυνατότητα να διεξάγει και να κερδίζει μάχες χωρίς τη χρήση αεροπορίας ή τεθωρακισμένων. Ήδη ο Καντάφι έχει μεταφέρει τα άρματα μάχης του σε κατοικημένες περιοχές ενώ σε στρατηγικής σημασίας στόχους οι οπαδοί του δημιουργούν ανθρώπινες αλυσίδες. Με αυτόν τον τρόπο καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη για τη συμμαχική αεροπορία η προσπάθεια να πλήξει στόχους χωρίς απώλειες στον άμαχο πληθυσμό. Τέτοιου είδους απώλειες ενδέχεται να μεταβάλλουν το κλίμα και η αρχική υποστήριξη να μετατραπεί σε οργή από τον αραβικό κόσμο με τον ίδιο τον Καντάφι να μετατρέπεται σε ήρωα που αμύνεται του εθνικού εδάφους έναντι των ιμπεριαλιστών, πρώην αποικιοκρατών.

Επιπλέον, δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι ο Καντάφι θα ανατραπεί χωρίς να υπάρξει στρατιωτική εισβολή από εδάφους. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο όμως ενέχει κινδύνους. Οι Αμερικανοί έχουν ξεκαθαρίσει ότι δεν θα συμμετέχουν σε χερσαίες επιχειρήσεις ενώ και οι Άραβες φαίνονται αρνητικοί σε μια τέτοια εξέλιξη. Ο Καντάφι με διάγγελμά του εκτόξευσε απειλές εναντίον των δυτικών καθιστώντας τη βόρεια Αφρική και τη Μεσόγειο πεδίο πολέμου. Χωρίς αμφιβολία ο λιβυκός στρατός δεν έχει τις δυνατότητες να πραγματοποιήσει αυτές τις απειλές. Δεν ισχύει το ίδιο όμως για τρομοκρατικές ομάδες. Τι θα συμβεί αν μία τέτοια ομάδα σε συνεργασία με δυνάμεις του Καντάφι πραγματοποιήσει μία τρομοκρατική ενέργεια στη Γαλλία, την Ιταλία ή και στη χώρα μας την Ελλάδα; Και τι θα συμβεί εάν η τρομοκρατική αυτή ενέργεια πραγματοποιηθεί με χημικά ή βιολογικά όπλα, τα οποία είναι γνωστό ότι διέθετε και ίσως διαθέτει ακόμη η Λιβύη; Ποια θα είναι η στάση της γαλλικής και ευρωπαϊκής κοινής γνώμης;

Η Γαλλία έλαβε μία απόφαση υψηλού ρίσκου, η οποία μπορεί να την εμπλέξει σε μία μακρόχρονη και δαπανηρή κρίση. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι στην περιοχή παρατηρείται μία δυναμική αστάθειας. Εφόσον η Γαλλία, και η Ευρώπη γενικότερα, επιθυμούν να έχουν ρόλο στη Μεσόγειο, δεν αποκλείεται να απαιτηθεί η εμπλοκή τους και σε άλλες περιοχές της Αφρικής και της Ανατολικής Μεσογείου τροφοδοτώντας έναν φαύλο κύκλο αστάθειας και κρίσεων. Σοβαρό ερώτημα προκύπτει και από την επόμενη μέρα – εάν πέσει ο Καντάφι. Εναλλακτική λύση στη Λιβύη δεν υπάρχει. Η Λιβύη μπορεί να είναι εύκολη στρατιωτικά αλλά πολύ δύσκολη κοινωνικά. Ενδεχομένως να απαιτηθεί πολύ μεγαλύτερος χρόνος για τη σταθεροποίησή της από ό, τι υπολογίζεται.