ΤΟ ΚΟΙΝΟ ανακοινωθέν που εκδόθηκε στην Ουάσιγκτον μετά τη λήξη των συνομιλιών Παπανδρέου- Τζόνσον μπορεί να μιλούσε για κλίμα «φιλίας και ενθέρμου εγκαρδιότητος», μακράν όμως απείχε από την πραγματικότητα. Η ελληνοαμερικανική συνεννόηση άλλωστε ελάχιστες φορές κινήθηκε σε αυτό το μήκος κύματος. Αντίθετα, θύμιζε διάλογοόμοιο με αυτούς που αποδίδονται στο χάσμα γενεών:η μικρή Ελλάς είχε ορθοποδήσει μετά τον πόλεμο και επεδίωκε στη δεκαετία του 1960 να διαθέτει τη δική της αυτονομία στην εξωτερική πολιτική της.Αυτό δεν μπορούσαν να το ανεχθούν οι ΗΠΑ που είχαν την κηδεμονία της,όχι μόνο γιατί η πρόοδος της μικρής αυτής χώρας είχε συντελεσθεί με αμερικανική οικονομική βοήθεια αλλά επειδή η γεωστρατηγική θέση της ήταν τέτοια που λειτουργούσε ως ανάχωμα στον από Βορράν κίνδυνο.Η φράση «Αντέστητε και ενικήσατε» στην απόρρητη έκθεση του έλληνα πρεσβευτή Αλ.Μάτσα μετά το πέρας της επίσκεψης Παπανδρέου στην Ουάσιγκτον θα αποδεικνυόταν προφητική,προαναγγέλλοντας την πύρρειο νίκη του έλληνα πρωθυπουργού που γνώριζε ότι οι μεγάλοι δεν συγχωρούν στους μικρούς τέτοιες νίκες.
Από το Οβάλ Γραφείο στη θαλαμηγό
Είναι γεγονός ότι εντυπωσιάζει το αποτέλεσμα της έρευνας στα διπλωματικά αρχεία των δύο υπουργείων Εξωτερικών, Ελλάδας και ΗΠΑ, με θέμα τις απόμακρες εκείνες συνομιλίες, σχεδόν μισόν αιώνα πριν. Και δεν είναι μόνο η ανισομέρεια του όγκου τους, αλλά κυρίως η διαφορά ύφους τόσο στην εκτίμηση όσο και στην περιγραφή των δραματικών εκείνων γεγονότων που εκτυλίσσονταν στην Κύπρο, η κρισιμότητα των οποίων οδήγησε τον πρόεδρο Τζόνσον να στείλει το προεδρικό αεροσκάφος δύο φορές με διαφορά μίας μόλις ημέρας στην Αγκυρα, αρχικά, και στη συνέχεια στην Αθήνα για να μεταφέρει πρώτα τον Ινονού και μετά τον Παπανδρέου στην Ουάσιγκτον για κατ΄ ιδίαν συνομιλίες στον Λευκό Οίκο.
Ο συγκεκριμένος όρος ήταν μια πρώτη νίκη του έλληνα πρωθυπουργού που πίστευε πως, αν μια απευθείας ελληνοτουρκική συνάντηση κορυφής αποτύγχανε, τότε θα υπήρχαν περισσότερες πιθανότητες για μια σύρραξη. Αντίθετα, ο αμερικανός πρόεδρος που είχε ξεκαθαρίσει και στα δύο μέρη ότι η Δυτική Συμμαχία δεν ήταν διατεθειμένη να επωμισθεί το κόστος μιας πολεμικής σύγκρουσης μεταξύ Ελλάδας - Τουρκίας την ίδια στιγμή που, φανερά τουλάχιστον, απέφευγε να πάρει το μέρος της μιας ή της άλλης πλευράς, πίστευε πως οι απευθείας διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών, στις οποίες ο Ατσεσον μπορούσε να παρεμβαίνει πυροσβεστικά όποτε χρειαζόταν, θα οδηγούσαν σε αμοιβαία αποδεκτή λύση, ήταν έτοιμος, δε, να προφέρει το Καμπ Ντέιβιντ για τη συγκεκριμένη συνάντηση.
Μετά τη σθεναρή άρνηση του Παπανδρέου να συναντηθεί με τον Ινονού, ο οποίος μετά το πέρας των συνομιλιών του με τον Τζόνσον αναχώρησε για Νέα Υόρκη, ξεκίνησαν οι συνομιλίες των δύο επιτελείων. Την πρώτη ημέρα, παρόντος του προέδρου Τζόνσον, των δύο υπουργών Εξωτερικών και των πρεσβευτών των δύο χωρών, με συμμετοχή επίσης του Ανδρέα Παπανδρέου στον Λευκό Οίκο, και τη δεύτερη στην προεδρική θαλαμηγό στα ύδατα του ποταμού Πότομακ κατά τη διάρκεια γεύματος εργασίας, όπου απείχε ο αμερικανός πρόεδρος, συμμετείχαν όμως ο υπουργός Αμυνας Ρ.Μακ Ναμάρα , ο Ντιν Ατσεσον και ο αρχηγός των Στρατιωτικών Επιτελείων Ν. Τέιλορ , μαζί φυσικά με όσους πήραν μέρος το πρωί της ίδιας ημέρας στη σύσκεψη στο Οβάλ Γραφείο.
Από την ανάγνωση των αμερικανικών, κυρίως, εγγράφων που είναι πολύ περισσότερα σε αριθμό και αποκαλυπτικά της αγωνίας και των εκατέρωθεν πιέσεων, παρά το γεγονός ότι σε αρκετά σημεία τους παραμένουν κλειστά, διατηρώντας τον αρχικό απόρρητο χαρακτήρα τους, κυρίαρχο αναδεικνύεται το στοιχείο όσον αφορά τη διαφορά αντίληψης των πραγμάτων και την επίγνωση του βαθμού κινδύνου που διέτρεχε η ειρήνη στην περιοχή: οι μεν Αμερικανοί είχαν ήδη μεταξύ Φεβρουαρίου- Απριλίου μελετήσει όλα τα ενδεχόμενα σε αλλεπάλληλες συσκέψεις των στρατιωτικών επιτελείων τους και παράλληλες συνεννοήσεις τους με τους Βρετανούς [σε μια μάλιστα από αυτές του προέδρου Τζόνσον με τον βρετανό πρωθυπουργό σερ Ντάγκλας Χιουμ στις 13 Φεβρουαρίου, ο τελευταίος είχε αποκαλέσει τον Μακάριο υποτιμητικά «βρωμιάρη του γλυκού νερού» (FRUS, vol. ΧVΙ, memorandum 12)], ενώ αντίθετα στην Αθήνα επικρατούσε κύμα εθνικού ενθουσιασμού.
Οι... κόκκινοι και η «ντροπή»
Στο ίδιο έγγραφο εκφραζόταν ο φόβος από την παρείσφρηση κομμουνιστικών στοιχείων στις δυνάμεις του ΟΗΕ, σε περίπτωση κατά την οποία ο Μακάριος ζητούσε αποστολή ειρηνευτικής δύναμης, ενώ αναγνωριζόταν ως εξαιρετικά ατυχής η διεθνής συγκυρία κατά την οποία η μεν κυβέρνηση Ινονού εμφανιζόταν εξαιρετικά αδύναμη, στη δε Ελλάδα, εν μέσω προεκλογικής περιόδου, ήταν τοποθετημένη υπηρεσιακή κυβέρνηση. Το ίδιο συνέβαινε και στη Βρετανία και στις ΗΠΑ, με την Αντιπολίτευση να καραδοκεί να εκμεταλλευθεί πιθανές λανθασμένες κινήσεις στον χειρισμό της υπόθεσης όσο διαρκούσε και εκεί προεκλογική περίοδος. Σε τηλεφωνική μάλιστα επικοινωνία του Τζόνσον με τον Μπολ την ίδια ημέρα ο Τζόνσον θα αναφερθεί δύο φορές υποτιμητικά στους Βρετανούς που τον άφηναν μονάχο να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά, λέγοντας ότι «αν δεν μπορέσουν να κρατήσουν τον έλεγχο της κατάστασης στην Κύπρο θα αποδείξουν ότι δεν είναι οι Βρετανοί που κάποτε γνωρίζαμε». Και παρακάτω: «Ντρέπομαι για αυτούς» (FRUS όπ.π.).
Τρεις ημέρες αργότερα, στις 28 Ιανουαρίου, 6.30 το απόγευμα, ο Μπολ σε τηλεφωνική επικοινωνία του με τον Τζόνσον τον ενημερώνει για την κοινή εισήγησή του με τον Μακ Ναμάρα να στείλουν συγκεκαλυμμένη δύναμη 1.200 αμερικανών στρατιωτών ανάμεσα σε 10.000 άνδρες του ΝΑΤΟ. Ο Τζόνσον, εκφράζοντας έντονο σκεπτικισμό, θα είναι αρνητικός: «Το νησί είναι υπερκαλυμμένο (overcrowded), δεν πρέπει να αφήσουμε να μας παρασύρουν. Επιδιώκουν να μας μπλέξουν σε μια υπόθεση που είναι άγνωστο πώς και πότε θα μπορέσουμε να απεμπλακούμε». Ο Μπολ δείχνει να καταλαβαίνει. Ο Τζόνσον φοβάται για τις ψήφους των Ελληνοαμερικανών. Καθώς το σχέδιό του φαίνεται να ναυαγεί, θα απαντήσει στον πρόεδρο, όταν ο τελευταίος θα του υποδείξει ως μόνη εφικτή λύση τη διπλωματική οδό και τη μετάβαση ειδικού απεσταλμένου στην Κύπρο (ο ίδιος κατονόμασε τους Χάριμαν και τον Ρόμπερτ Κένεντι ή ακόμη και τον ίδιο τον Μακ Ναμάρα ως εξής: «Κύριε Πρόεδρε, όποιος κι αν αναλάβει την ευθύνη να μεσολαβήσει θα τα βρει μπαστούνια με τους Ελληνες» (FRUS όπ.π. memorandum 4). Από το ΝΑΤΟ ο Λέμνιτζερ εισηγείται τον κατάπλου δυνάμεως του 6ου Στόλου στα νερά ανοιχτά της Κύπρου και μεταφέρει το κλίμα που επικρατεί στην Ελλάδα με τον λαό να παραληρεί από ενθουσιασμό «όπως ακριβώς το 1940» (FRUS όπ.π. memorandum 5, 30 Ιαν. 1964). Απογοητευτικός εμφανίζεται και ο αμερικανός πρεσβευτής Ουίλκινς από τη Λευκωσία που περιγράφει τον Μακάριο ως «εγκληματικά απερίσκεπτο» (criminally foolhardy), λόγο για τον οποίο χρειάστηκε να τον τρομοκρατήσει σε τέτοιο βαθμό ώστε, όπως έγραφε, «χλώμιασαν ακόμα και τα γένια του» (FRUS, όπ.π. document 11, 13 Φεβρουαρίου 1964). Στο ίδιο έγγραφο ο Ουίλκινς εμφανίζεται εξίσου επικριτικός και έναντι του Τάσσου Παπαδόπουλου και του Κληρίδη. Αλλά και ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου σε τηλεφωνική συνομιλία του με τον αμερικανό πρεσβευτή στην Αθήνα που διήρκεσε 75 ολόκληρα λεπτά φέρεται να μίλησε πολύ «υποτιμητικά» (dismagingly) για τον Μακάριο τον οποίον, όπως ομολόγησε, θα προτιμούσε να δει, αντί να θριαμβολογεί, να θυσιάζεται για την υπόθεση του Ελληνισμού.
Το γνωστό ως σχέδιο Ατσεσον που στη διπλή εκείνη επίσκεψη Ινονού- Παπανδρέου στην Ουάσιγκτον επεδίωξαν οι Αμερικανοί να προωθήσουν (Ενωση με την Ελλάδα και σε αντάλλαγμα μια στρατιωτική βάση για την Τουρκία, δύο τουρκικά καντόνια με τοπική αυτονομία και έπαθλο το Καστελόριζο) απερρίφθη και από τους Τούρκους και από τους Ελληνες- φυσικά. Με μόνη διαφορά ότι τόσο οι σκληροπυρηνικοί της Ενωσης όσο και εκείνοι της διαίρεσης της Νήσου είχαν βγάλει τα δικά τους χωριστά συμπεράσματα σχετικά με τις αμερικανικές προθέσεις, συμπεράσματα που επέσπευσαν τις εξελίξεις του 1974.
Οι ελιγμοί και η... μη μπλόφα
Φθάνοντας με τον αέρα της εθνικής ομοψυχίας ο Παπανδρέου στην Ουάσιγκτον θα σημειώσει την πρώτη νίκη του σε μια προσπάθεια άφθαστου τακτικού ελιγμού, όταν διαπίστωσε ότι ο πρόεδρος Τζόνσον προσπαθούσε να τον κολλήσει κυριολεκτικά στον τοίχο, λέγοντάς του ότι σε περίπτωση που οι Τούρκοι κινηθούν, ο 6ος Στόλος θα μείνει ουδέτερος και η Ελλάδα θα υποστεί μεγάλες απώλειες, λέγοντας στον συνομιλητή του:«Αλλά αυτό σημαίνει τελεσίγραφον. Τοιαύτα τελεσίγραφα έχει λάβει η Ελλάς από τον φασισμόν και τον ναζισμόν. Ουδέποτε ανέμενεν ότι θα ελάμβανε και από συμμάχους και μάλιστα από ηγέτας του Ελευθέρου Κόσμου», μετατοπίζοντας με τον τρόπο αυτόν την ελληνοτουρκική διαφορά για την Κύπρο στο πεδίο ανταγωνισμού Ανατολής- Δύσης.
Οι Αμερικανοί,όμως,όπως φαίνεται από άλλο έγγραφο της 25ης Ιανουαρίου όταν στην Ελλάδα επικρατούσε ρευστότης λόγω προεκλογικής περιόδου με υπηρεσιακή κυβέρνηση υπό τον Παρασκευόπουλο, δεν μπλόφαραν όπως νόμιζαν οι Ελληνες όταν επαναλάμβαναν την απειλή πολέμου.Πράγματι,στη σύσκεψη εκείνη της ηγεσίας του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, του Πενταγώνου και της CΙΑ, ο Μπολ (ΥΠΕΞ) ενημέρωνε τους συνομιλητές του ότι η τουρκική εισβολή ήταν ζήτημα δύο- τριών ημερών και το μόνο που είχε πετύχει να εξασφαλίσει από πλευράς Τουρκίας ήταν απλώς να ενημερωθούν νωρίτερα οι ΗΠΑ! Στην περίπτωση αυτή ο πρόεδρος Τζόνσον είχε δεσμευθεί για ανάμειξη σωτηρίας των ΗΠΑ στο νησί μόνο αφού είχε προηγηθεί παρατεταμένο λουτρό αίματος για να μη φανεί αφενός ότι παίρνει το μέρος της μιας ή της άλλης πλευράς και αφετέρου να μη χάσει τις ψήφους της πολυπληθούς ελληνικής ομογένειας, στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές (FRUS,Vol ΧVΙ,memorandum 3).
Η κυρία Φωτεινή Τομαή είναι ιστορικός, πρεσβευτής σύμβουλος Α' στο υπουργείο Εξωτερικών.
ΒΗΜΑ