Την ώρα που η Αθήνα ετοιμάζεται για μια ήρεμη νύχτα, παρέες ανδρών, γυναικών και παιδιών γυμνάζονται, ξεσπούν, αποκτούν αυτοπεποίθηση – ενίοτε και μώλωπες – ασκούμενοι στην πυγμαχία. Κάποιοι το κάνουν για γυμναστική. Κάποιοι άλλοι για αυτοπροστασία. Ορισμένοι για ψυχοθεραπεία. Και κάποιοι απλώς για τη βία.
Οταν ένα σφυρί χτυπάει επανειλημμένως ένα ξεφούσκωτο λάστιχο, κάνει έναν περίεργο ήχο. Οχι ακριβώς ανατριχιαστικό, περισσότερο αστείο, έναν ήχο που δεν περιμένεις να ακούσεις σε ένα υπόγειο που μυρίζει από τον ιδρώτα που πλανιέται εκεί χρόνια, έχει ποτίσει τους τοίχους κάτω από την μπογιά, σε ένα μέρος γεμάτο ταλαιπωρημένα όργανα γυμναστικής, φθαρμένες αφίσες του Μοχάμεντ Αλι και του Τζο Φρέιζερ, καθρέφτες, ελληνικές σημαίες, γάντια και αφοσιωμένους ανθρώπους. Δύο από αυτούς βρίσκονται αυτήν τη στιγμή στο υπερυψωμένο ρινγκ και χτυπάει ο ένας τον άλλον. Εφτασαν μαζί στο γυμναστήριο λίγο νωρίτερα, με την ίδια μηχανή, κατέβηκαν τα 20 στενά σκαλιά προς το υπόγειο, αστειεύτηκαν με τον αψύ, φιλικό τρόπο της αντροπαρέας και τώρα αλληλοχτυπιούνται, χωρίς κανείς να έχει τη διάθεση – και όχι το κουράγιο – να τους χωρίσει. Να ζητωκραυγάσει, ναι, να συμβουλεύσει, να σχολιάσει επίσης. Να τους χωρίσει, είναι προφανές, δεν θέλει κανείς. Γιατί να χαλάσει τη διασκέδαση;
Οι απορίες είναι πολλές. Πόσες γροθιές έχει δεχθεί αυτός ο φθαρμένος σάκος που κρέμεται από μια αλυσίδα στο ταβάνι; Τι δουλειά έχουν παιδιά 15 χρόνων με πλαστικές προστατευτικές μασέλες, γάντια και δύναμη που θα έκανε τους μαθητές των μεγαλύτερων τάξεων να το σκεφτούν καλά προτού τους πουλήσουν μαγκιά; Γιατί κανείς δεν δίνει σημασία στον φωτογραφικό φακό, ένα όργανο που συνήθως τραβάει την προσοχή και προσθέτει πόζα στους περισσότερους από όσους εκτίθενται σε αυτόν; Γιατί όλοι τους είναι τόσο προσηλωμένοι στα γάντια τους; Τι συμβαίνει στα υπόγεια των γυμναστηρίων πυγμαχίας τις ώρες που η υπόλοιπη πόλη φαίνεται να κινείται φυσιολογικά, κουρασμένη και υπνωτισμένη από τη ρουτίνα; Οσοι βρίσκονται εδώ ξεσπούν, γυμνάζονται, μαθαίνουν να αμύνονται (και ενίοτε να επιτίθενται), ψυχαναλύονται και το διασκεδάζουν είναι μια γενική απάντηση. Και η ειδική απάντηση είναι πως όταν χτυπάς ένα σφυρί σε ένα ξεφούσκωτο λάστιχο, εκτός από το να παράγεις διασκεδαστικούς ήχους, για κάποιον λόγο γυμνάζεσαι.
Τα κορίτσια δεν είναι πολλά μέσα στο γυμναστήριο. Ενα από αυτά, η Ελλη, 15 χρόνων: «Είχα πάρα πολλά νεύρα και επειδή ο πατέρας μου ήξερε τον προπονητή με έστειλαν εδώ», ένα κορίτσι που ντροπαλά παραδέχεται πως «ναι, έχω ανοίξει ορισμένες μύτες αγοριών» και χρησιμοποιεί το μποξ για να καλμάρει τα μονίμως τσιτωμένα νεύρα της. Δεν είναι η μικρότερη στον χώρο, ο Διονύσης είναι 14, κάνει μποξ από τότε που ήταν έξι ετών, «δεν το κάνω για να ξεσπάσω, απλώς γιατί μου αρέσει», δεν τσακώνεται ποτέ στο σχολείο, παρά μόνο μία φορά που ένα μεγαλύτερο παιδί από το λύκειο τον έβρισε, αλλά φυσικά το μετάνιωσε, αφού μετά κουβαλούσε τη ρετσινιά ότι τρώει ξύλο από μικρότερους.
Παρ’ όλο που τα κορίτσια δεν είναι πολλά, η φράση «έλα, πάμε, κορίτσια» ακούγεται κάθε τόσο. Είναι μια κλασική προτροπή αντροπαρέας, καθόλου παρεξηγήσιμη όταν απευθύνεται σε ερασιτέχνες πυγμάχους. Είναι ο τρόπος προσέγγισης του Γιώργου Ιωαννίδη, παλιού πρωταθλητή της πυγμαχίας, ο οποίος είναι τώρα προπονητής στο γυμναστήριο «Αριστοτέλειο» και σχεδόν λαϊκό είδωλο της γειτονιάς του Γκύζη για τους μαθητές του. «Από τότε που άνοιξα το γυμναστήριο, ο κόσμος είναι όλο και περισσότερος. Τα τελευταία χρόνια διώχνω παιδιά, δεν υπάρχει χρόνος, ούτε χώρος για όλους. Η αύξηση ίσως σχετίζεται με την κρίση, αφού τα έξοδα στο μποξ δεν είναι πολλά, είναι ένα οικονομικό άθλημα με το οποίο ξεσπάς. Ισως και όχι. Εδώ δεν κάνουμε αναλύσεις, αθλούμαστε».
Την ώρα της κουβέντας μας έπεφταν γροθιές, ακούγονταν γδούποι, έτρεχε ιδρώτας. Και παρά τις αντίθετες προβλέψεις, έγιναν και αναλύσεις: «Το μποξ εξηγείται ιδανικά, μελετώντας την εξελικτική ψυχολογία. Οταν είσαι πιτσιρικάς, στα 12-13, και αρχίζεις να κάνεις παρέες, έρχεται η αγοροπαρέα, οι κώδικες επικοινωνίας και οι μαγκιές. Οπως τα κορίτσια θέλουν να είναι πιο όμορφα, τα αγόρια θέλουν να είναι πιο δυνατά. Και επειδή τα αγόρια παραμένουν αγόρια, το ένστικτο παραμένει μέσα σου, απλώς κοιμάται».
Για ορισμένους έχει ξυπνήσει. Ο Απόστολος, ιδρωμένος, εκνευρισμένος, επειδή πρέπει να σταματήσει την προπόνηση για να μιλήσει, εξηγεί τι είναι για αυτόν το μποξ: «Ψυχανάλυση. Τελειώνω τη δουλειά και, αντί να πάω για καφέ, έρχομαι εδώ. Αδειάζω». Ψυχολογία, ξέσπασμα, γονίδια, ένστικτο, αναλύσεις. Κανείς δεν μιλάει για την ουσία που στο μυαλό ενός παρατηρητή είναι η ωμή βία.
Πόσο βίαιο είναι ένα άθλημα στο οποίο στόχος σου είναι να χτυπήσεις τον άλλον; Ο αθλητής που είναι αυτήν τη στιγμή στο ρινγκ και δέχεται γροθιές, κάτω από την προστατευτική μάσκα και την πλαστική μασέλα για τα δόντια, δεν πονάει; Και τι νόημα έχουν όλα αυτά; «Η βία είναι η απλούστευση» διορθώνει ο προπονητής, ο οποίος πριν από χρόνια ήταν πρωταθλητής της ελληνικής πυγμαχίας με τα χρώματα του Παναθηναϊκού. «Για έναν άσχετο, για κάποιον που δεν έχει ασχοληθεί ποτέ, είναι απλώς δύο άνθρωποι που χτυπιούνται. Στην πραγματικότητα είναι τεχνική, σκέψη, πείρα, φαντασία, αντανακλαστικά, μυαλό. Μια συνεργασία πνεύματος και σώματος». Οι γδούποι συνεχίζονται ως τη στιγμή που ο προπονητής διατάζει με φιλικό τρόπο τους αθλητές – ακόμη και αν εξακολουθεί να τους αποκαλεί σχεδόν τρυφερά «κορίτσια» – να πάνε για τρέξιμο, για χαλάρωση, να σταματήσουν, προς απογοήτευσή τους, τις γροθιές.
Ο κινηματογράφος έχει αναλάβει να εξηγήσει το μποξ με τους δικούς του κανόνες. Το «Οργισμένο είδωλο», η εκλαϊκευμένη σειρά των «Ρόκι», το «Million Dollar Baby» του Κλιντ Ιστγουντ, όλες αυτές οι κινηματογραφικές σκηνές με ρινγκ, αίμα, γάντια, ιδρώτα, αργές λήψεις και, ενίοτε, θανάτους. Ολες αναφέρονται στην επαγγελματική πυγμαχία, ένα είδος που στην Ελλάδα δεν υπάρχει – οι γροθιές υφίστανται μόνο σε ερασιτεχνικό επίπεδο. Η Αννα Πλιάκου, μια καλοντυμένη κοπέλα, το πρωί υπάλληλος σε τράπεζα και κάθε απόγευμα ερασιτέχνις πυγμάχος, εξηγεί το πάθος της με κινηματογραφικούς όρους. «Η ταινία του Ιστγουντ, παρά το λυπητερό τέλος της, ήταν αυτή που παρουσίασε καλύτερα το μποξ στον κινηματογράφο. Ας μην κρυβόμαστε, το μποξ είναι ξύλο. Δεν είναι τόσο επικίνδυνο όσο φαίνεται, αλλά στόχος είναι να χτυπήσεις τον άλλον. Γυμνάζει καταπληκτικά, τονώνει την αυτοπεποίθηση, ενώ στις γυναίκες βοηθάει και στην αυτοάμυνα. Δεν μου έχει τύχει να το χρησιμοποιήσω, αλλά όταν κάποιος σε μια παρέα μαθαίνει ότι κάνω μποξ, πρώτα απορεί, μετά εντυπωσιάζεται και στο τέλος ζητάει πληροφορίες».
Αυτήν την εποχή, η αναγωγή στην κρίση είναι αναπόφευκτη. Ο Νίκος Ασκητής, ιδιοκτήτης γυμναστηρίου πυγμαχίας στο Μαρούσι, παραδέχεται ότι «υπάρχει τεράστια αύξηση τα τελευταία χρόνια, ίσως λόγω οικονομικού αδιεξόδου» και ομολογεί πως «υπάρχει λόγος για τον οποίο λέμε ότι το άθλημα είναι παρεξηγημένο. Κάποιοι θέλουν να γυμναστούν, αλλά η ταύτιση του αθλήματος με τη νύχτα, τη βία για τη βία και τις καταστάσεις που ξεφεύγουν από τον έλεγχο σε μεμονωμένες περιπτώσεις δεν είναι εντελώς αβάσιμη».
Μόλις τελειώσει η καθημερινή συνάντηση, όλοι είναι φίλοι, ήρεμοι, ξαλαφρωμένοι, γεμάτοι αυτοπεποίθηση. Και δεν έχουν κανένα πρόβλημα να μιλήσουν για τη δική τους λέσχη πυγμαχίας, εδώ δεν υπάρχει o περιορισμός του πρώτου κανόνα του «FightClub», «Δεν μιλάει κανείς για αυτό». Μόνο ο ήχος από το σφυρί και το λάστιχο εξακολουθεί να ακούγεται διαρκώς. Για κάποιον λόγο, όλοι συμφωνούν, «είναι η καλύτερη γυμναστική».
Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 526, σελ. 50-54, 14/11/2010.
http://www.tovima.gr/