του Ανδρεστίνου Ν. Παπαδόπουλου
Τις μέρες αυτές έγινε πολύς λόγος για την πρωτοβουλία Μεντβέντεφ που απέβλεπε στην συνομολόγηση μιας Σύμβασης Ευρωπαϊκής Ασφάλειας και αυτό, γιατί η Κύπρος είναι η πρώτη Ευρωπαϊκή χώρα που επέδειξε ενδιαφέρον να συμμετάσχει ουσιαστικά και εποικοδομητικά στις διαπραγματεύσεις για την εξέτασή της. Την Κύπρο ακολούθησαν η Πορτογαλία και η Γαλλία. Αξίζει, λοιπόν, να γνωρίσουμε τους λόγους που ώθησαν το Ρώσο Πρόεδρο να προτείνει στις 5 Ιουνίου 2008 τη Σύμβαση Ευρωπαϊκής Ασφάλειας, καθώς και το περιεχόμενό της.
Για 20 ολόκληρα χρόνια, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου δεν κατέστη δυνατό να επινοηθεί ένα αποτελεσματικό σύστημα ενιαίας ασφάλειας που θα παρείχε εγγυήσεις τόσο στις χώρες της Δύσης, όσο και της Ανατολής, στη βάση της αρχής που απαιτεί η ασφάλεια του ενός κράτους να μη γίνεται σε βάρος του άλλου. Η πτώση του κομμουνισμού και η διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας έδιδε την ευκαιρία ενίσχυσης του Οργανισμού Ασφάλειας και Συνεργασίας στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ), ούτως ώστε να καταστεί ο αποτελεσματικός μηχανισμός ενιαίας ασφάλειας στην Ευρω-Ατλαντική περιοχή. Αντ’ αυτού, η επιλογή ήταν η επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς, πλησίον των συνόρων της Ρωσικής Ομοσπονδίας, πράγμα που ενόχλησε τη Μόσχα.
Δεδομένου ότι στον ΟΑΣΕ η αρχή της ενιαίας ασφάλειας είναι πολιτική δέσμευση, ενώ στο ΝΑΤΟ η ίδια αρχή έχει ισχύ νόμου, η Μόσχα είδε σαν λύση την μετατροπή των Πανευρωπαϊκών πολιτικών δεσμεύσεων σε δεσμεύσεις με νομική ισχύ, τις οποίες θα καλούνταν να τηρούν όχι μόνο τα κράτη, αλλά και οι διεθνείς οργανισμοί της Ευρω-Ατλαντικής περιοχής. Γι’ αυτό το λόγο, καθώς και εκ του γεγονότος ότι οι σύγχρονες απειλές έχουν παγκόσμιο χαρακτήρα και δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται μεμονωμένα, ο Πρόεδρος Μεντβέντεφ έκανε την πρότασή του για μια νομικά δεσμευτική Σύμβαση Ευρωπαϊκής Ασφάλειας.
Στην Σύμβαση διακρίνονται τέσσερις βασικοί πυλώνες. Ο πρώτος, επιβεβαιώνει τις βασικές αρχές των διακρατικών σχέσεων, μεταξύ των οποίων αναφέρονται ο σεβασμός της κυριαρχίας, εδαφικής ακεραιότητας και ανεξαρτησίας των κρατών, η μη επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις, η μη χρήση ή απειλή βίας και άλλα. Ο δεύτερος, προτείνει την επεξεργασία των βασικών αρχών ανάπτυξης των καθεστώτων ελέγχου των εξοπλισμών, την ενίσχυση της εμπιστοσύνης και τον περιορισμό των στρατιωτικών δυνατοτήτων. Ο τρίτος, αφορά στο διακανονισμό των συγκρούσεων με την υιοθέτηση ομοιόμορφα εφαρμοζομένων αρχών πρόληψης και ειρηνικής διευθέτησης. Ο τέταρτος, τέλος, είναι αφιερωμένος στους μηχανισμούς συνεργασίας μεταξύ κρατών και οργανισμών για την αντιμετώπιση των νέων απειλών που προέρχονται από τη διάδοση όπλων μαζικής καταστροφής, την διεθνή τρομοκρατία, την εμπορία ναρκωτικών και άλλους τύπους οργανωμένου εγκλήματος.
Όπως κάθε πρωτοβουλία, η ιδέα για μια Ευρω- Ατλαντική ασφάλεια θα πρέπει να γίνει πρώτα κατανοητή. Αυτό θα επιτευχθεί με διαπραγματεύσεις στις οποίες θα συμμετέχουν όχι μόνο όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη, αλλά και διεθνείς οργανισμοί όπως το ΝΑΤΟ, η Ευρωπαϊκή Ένωση ο ΟΑΣΕ και άλλοι. Έτσι τουλάχιστο το αντιλαμβάνεται η Μόσχα, που πρεσβεύει ότι απαιτείται μεγαλύτερος συντονισμός και συνεργασία.
Συμπερασματικά, όπως τόνισε και ο Ρώσος ΥΠΕΞ Σεργκέι Λαβρόφ, στις παρούσες συνθήκες εκείνο που χρειάζεται η Ευρώπη είναι η αμοιβαία εμπιστοσύνη που θα έχει ξεπεράσει την Ευρώπη του Ψυχρού Πολέμου και των συνασπισμών, καθώς και τους φόβους που δημιουργούν οι σφαίρες επιρροής.
* Πρέσβης ε.τ., Λευκωσία