Ο διακεκριμένος αρχιτέκτονας Αλέξανδρος Τομπάζης απαντάει σε 10+1 ερωτήσεις της Τατιάνας Στάικου για το μέλλον της επιστήμης του, για το (πράσινο) αύριο της Αθήνας και των άλλων ελληνικών πόλεων και για το τι θα έχει αλλάξει και τι όχι σε δέκα χρόνια.
Παλαιότερα η αρχιτεκτονική ξεκινούσε από ένα σκίτσο. Πόσο θα αλλάξει αυτό στο μέλλον;
«Πιστεύω ότι και σήμερα η αρχιτεκτονική πρέπει να ξεκινάει από ένα σκίτσο. Το σκίτσο εμπεριέχει μια ασάφεια, η οποία επιτρέπει να εξελιχθεί ο σχεδιασμός βήμα βήμα. Αντίθετα, η σχεδίαση κατ’ ευθείαν με ηλεκτρονικό υπολογιστή, ενώ έχει αναμφισβήτητα πλεονεκτήματα, έχει το βασικό μειονέκτημα ότι σε αναγκάζει να προσδιορίσεις τη λύση σε κλίμακα ένα προς ένα από την πρώτη κιόλας στιγμή. Επίσης συχνά μας αναγκάζει να ενσωματώσουμε στη μελέτη πολλή λεπτομέρεια που δεν είναι απαραίτητη στα αρχικά στάδια».
Η δημιουργική φύση του αρχιτέκτονα απειλείται από την οικονομική κρίση;
«Η κρίση απειλεί σήμερα πολλά επαγγέλματα. Ωστόσο δεν πιστεύω ότι είναι ένα φρένο για τη δημιουργικότητα, το αντίθετο μάλιστα, ίσως μας αναγκάσει πάλι να γίνουμε πιο ευρηματικοί, να χρησιμοποιούμε περισσότερο το μυαλό μας και οι μελέτες μας να γίνουν πάλι πιο λογικές, οικο-λογικές αν θέλετε. Με αυτό το σκεπτικό η κρίση πιστεύω ότι προσφέρει μια ευκαιρία να διορθώσουμε κάποια από τα κακώς κείμενα».
Ποια καινούργια υλικά και ποιες τεχνολογίες βρίσκετε πιο ενδιαφέροντα; Ποια πιστεύετε ότι θα κυριαρχήσουν στο μέλλον;
«Δεν υπάρχει πιο ενδιαφέρον ή λιγότερο ενδιαφέρον υλικό, τα πάντα εξαρτώνται από το πώς θα τα αντιμετωπίσει κανείς. Είναι εντυπωσιακή η εξέλιξη στη χρήση του γυαλιού, που από ένα υλικό συνυφασμένο πριν από 20 χρόνια με τη βαρετή ομοιομορφία και τη σπατάλη ενέργειας έχει γίνει σήμερα συνώνυμο του έξυπνου οικολογικού σχεδιασμού με θεαματικά αισθητικά αποτελέσματα. Αλλά και τα άλλα υλικά – τα μέταλλα, τα ξύλα, το χαρτί κτλ. – οι σημερινές υπολογιστικές μας ικανότητες και τα προγράμματα μας επιτρέπουν να τα φτάσουμε σε μορφές και σχήματα που μέχρι πριν από λίγο δεν τολμούσαμε να φανταστούμε».
Είδαμε να φτιάχνονται σκάφη από ανακυκλούμενα υλικά. Θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ανακυκλούμενα υλικά και στα σπίτια;
«Σίγουρα μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Αλλωστε ένα σημαντικό ποσοστό των αλουμινένιων κουφωμάτων προέρχεται ήδη από ανακύκλωση του αλουμινίου, αλλά υπάρχει ακόμη μεγάλο περιθώριο για βελτίωση και σε πολλά άλλα υλικά. Βέβαια, πάντα η έννοια της χρήσης της ανακύκλωσης στα οικοδομικά υλικά θα πρέπει να παντρεύεται με τον όλο τρόπο ζωής μας στο κτίριο την ανακύκλωση των καθημερινών προϊόντων, την εξοικονόμηση ενέργειας κτλ.».
Πώς φαντάζεστε ότι θα είναι το ιδανικό ελληνικό σπίτι στα επόμενα δέκα χρόνια; Θα το τοποθετούσατε στο κέντρο ή στα προάστια;
«Τελικά, το αν θα προτιμήσει κανείς το κέντρο της πόλης ή τα προάστια είναι θέμα προσωπικής επιλογής. Αυτό που πιστεύω ότι θα βελτίωνε σημαντικά τις συνθήκες διαβίωσης μέσα στην πόλη είναι η κατάργηση της χρήσης αμιγούς κατοικίας. Σήμερα κατοικούμε σε μεγάλο βαθμό σε προάστια-υπνουπόλεις και διανύουμε μεγάλες αποστάσεις, με το αυτοκίνητο συνήθως, για να πάμε στον τόπο της εργασίας μας, προκαλώντας ατμοσφαιρική ρύπανση και κυκλοφοριακό πρόβλημα. Αν μπορούσαμε να συνδυάσουμε την κατοικία με ήπιες επαγγελματικές χρήσεις και κοινόχρηστες εξυπηρετήσεις, το πρόβλημα αυτό θα αμβλυνόταν. Σαφώς, βέβαια, η χρήση των ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας θα αλλάξει δραματικά τον κλασικό διαχωρισμό περιοχών κατοικίας - εργασίας».
Αν μπορούσατε με ένα μαγικό ραβδί να αλλάξετε κάτι στην Αθήνα για το 2020, ποιο θα ήταν αυτό;
«Θα επιθυμούσα πολύ περισσότερη καθαριότητα και νοιάξιμο για τον δημόσιο χώρο. Με λίγη φροντίδα από τον καθένα μας, αλλά και από την πολιτεία, μπορεί εύκολα και σχετικά ανέξοδα να βελτιωθεί σημαντικά η εικόνα της πόλης».
Θα μπορούσαν οι «πράσινες ταράτσες», αν εφαρμόζονταν καθολικά στα κτίρια του κέντρου των ελληνικών μεγαλουπόλεων, να δώσουν μια φρέσκια πνοή. Πόσο εφικτό είναι αυτό;
«Είναι απόλυτα εφικτό και επιθυμητό, μια και η τεχνολογία αυτή ταιριάζει πολύ στο ύφος των κτιρίων των ελληνικών πόλεων, δηλαδή έχουμε μικρά σχετικά ύψη, ώστε η ταράτσα να γίνεται αντιληπτή από το επίπεδο του δρόμου (πολλές ταράτσες αντί για στέγες), δεν χρησιμοποιούμε τις ταράτσες για ογκώδη κλιματιστικά μηχανήματα και διαθέτουμε πανέμορφη γηγενή χλωρίδα που δεν απαιτεί ούτε μεγάλο βάθος χώματος ούτε και πολύ νερό».
Πιστεύετε ότι η επόμενη δεκαετία θα είναι πια η εποχή που στην Ελλάδα θα δούμε να κατεδαφίζονται παλιά οικοδομικά τετράγωνα, όπως έχει συμβεί σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις;
«Δεν το ξέρω αν θα συμβεί αυτό. Είναι μια μεγάλη και δύσκολη απόφαση, με μεγάλο κοινωνικό κόστος, για να φτάσει κανείς να ζήσει το θετικό αποτέλεσμα. Προϋπόθεση για κάτι τέτοιο είναι βέβαια να γίνουν οι απαραίτητες απαλλοτριώσεις. Εξάλλου το καλό με τις πόλεις είναι ότι ποτέ δεν είναι ίδιες και θέλουν πάντα ιδιαίτερη αντιμετώπιση. Μπορεί ένα μέτρο επιλεκτικής κατεδάφισης να ωφελήσει μια συνοικία του Παρισιού ή της Σανγκάης, αλλά να είναι ανούσιο σε αντίστοιχη συνοικία της Αθήνας, για δεκάδες κοινωνικούς, τεχνικούς και πολιτιστικούς λόγους».
Μπορείτε να μας περιγράψετε την εξέλιξη στη δουλειά σας, από το πρώτο έργο στο παρόν, και πώς βλέπετε να διαμορφώνεται στο μέλλον;
«Ξεκινήσαμε στο γραφείο με διαγωνισμούς. Στα πρώτα έργα είναι εμφανής μια επιρροή από τον γιαπωνέζικο μεταβολισμό και κυριαρχεί η θεώρηση του κτιρίου ως συστήματος που μπορεί να αναπτυχθεί και να εξελιχθεί μέσα στον χρόνο. Η εκμετάλλευση της ηλιακής ενέργειας με γοήτευσε νωρίς, αρχικά ως μια νέα τεχνολογία, γρήγορα όμως αναπτύχθηκε μέσα μου η πεποίθηση ότι το κτίριο πρέπει να το βλέπουμε ως έναν ζωντανό οργανισμό, που πρέπει να βρίσκεται σε συμμαχία με το κλίμα μέσα στο οποίο “ζει”. Κάπως έτσι φτάσαμε σε αυτό που σήμερα αποκαλούμε βιοκλιματική ή οικο-λογική αρχιτεκτονική. Δίνω έμφαση στην έννοια της λογικής, γιατί, όταν σχεδιάζουμε με λογική, το κτίριο θα είναι οικονομικό από πλευράς κατανάλωσης ενέργειας από τον σχεδιασμό του και μόνο, χωρίς να χρειάζεται να καταφεύγει σε πρόσθετες και σε έναν βαθμό περιττές εγκαταστάσεις. Από εκεί και πέρα, αν μπορούμε να καλύψουμε τις ενεργειακές του ανάγκες από ανανεώσιμες πηγές, θα έχουμε ένα επιπλέον περιβαλλοντικό όφελος».
Υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο έργο που θα θέλατε να υλοποιήσετε και δεν σας έχει δοθεί ακόμη η ευκαιρία;
«Θα ήθελα κάποια στιγμή να μου δοθεί η ευκαιρία να μελετήσω ένα μουσείο μοντέρνας τέχνης».
Εχετε δημιουργήσει χώρους θρησκευτικής λατρείας, μεταξύ των οποίων και ένα μουσουλμανικό τέμενος. Πού θα τοποθετούσατε ένα τζαμί στην Αθήνα; Και αν σας γινόταν πρόταση να το χτίσετε, θα το κάνατε;
«Πιστεύω ότι τα κτίρια λατρείας είναι από τους πιο αφηρημένους τύπους κτιρίων, με τους οποίους μπορεί να ασχοληθεί κανείς ανεξαρτήτως θρησκείας, επομένως, ναι, θα με ενδιέφερε να ασχοληθώ ξανά με έναν θρησκευτικό χώρο. Οσο για το πού θα το τοποθετούσα, αν υποθέσουμε ότι θα είχα αυτήν την επιλογή και παρ’ ότι αυτό θέλει περισσότερη σκέψη από όση μου επιτρέπει το πλαίσιο αυτής της συνέντευξης, θα προσπαθούσα να είναι κοντά ή “μέσα” στην περιοχή κατοικίας του ποιμνίου του».
BHMagazino, τεύχος 522, σελ. 48-49, 17/10/2010.
http://www.tovima.gr/