Ο Άνθιμος Γαζής γεννήθηκε το 1758 στις Μηλιές από φτωχούς γονείς. Βαπτίσθηκε με το όνομα Αλέξανδρος ενώ όταν χειροτονήθηκε σε ιεροδιάκονο το άλλαξε. Το οικογενειακό του όνομα Γκάζαλης το άλλαξε στο ελληνικότερο Γαζής. Παρακολούθησε μαθήματα κοντά στον ιερομόναχο Άνθιμο Παπαπανταζή και στην Ζαγορά όπου υπηρετούσε ένα εύπορο αλλά φιλάργυρο κληρικό. Το 1774 γύρισε στις Μηλιές όπου χειροτονήθηκε διάκονος, παίρνοντας το όνομα Άνθιμος, το όνομα δηλαδή του δασκάλου του. Ένα χρόνο αργότερα έγινε ιερέας και πήγε στην Βυζίτσα για να εργασθεί ως δάσκαλος με μικρό μισθό. Στο διάστημα της παραμονής του εκεί μελέτησε αρχαίους συγγραφείς Μετέπειτα πήγε στην Κωνσταντινούπολη όπου χειροτονήθηκε αρχιμανδρίτης, και εργάσθηκε και πάλι ως δάσκαλος. Το 1796 θα περάσει στην Αυστριακή πρωτεύουσα για να σπουδάσει μαθηματικά όπου και εξελέγχθηκε προϊστάμενος του ναού του Αγίου Γεωργίου της Ελληνικής κοινότητας Βιέννης.
Η Βιέννη, με την ανθούσα εκείνα τα χρόνια μεγάλη ελληνική παροικία, αποτέλεσε ιδεώδη τόπο για ιερατική και πνευματική μαζί παρουσία του Γαζή. Έτσι ανέπτυξε έντονη πνευματική αλλά και πολιτική (επαναστατική) δραστηριότητα, καθώς είχε γνωριστεί και αποτελούσε άτυπο συμβουλάτορα του μετέπειτα πρώτου κυβερνήτη του ελεύθερου πλέον ελληνικού κράτους, του Ιωάννη Καποδίστρια. Παράλληλα ήταν από τα πρώτα μέλη που εντάχθηκαν στην Φιλική Εταιρία και διαδραμάτισε ιδιαίτερο ρόλο στον εθνικό ξεσηκωμό, όπως θα αναφέρουμε στην συνέχεια.
Στα πλαίσια της εκδοτικής του και μεταφραστικής του δραστηριότητας εξέδωσε το 1811 το φιλολογικό περιοδικό «Λόγιος Ερμής» το οποίο αποτέλεσε περιοδικό - σταθμό στα χρονικά του Ελληνικού Διαφωτισμού, καθώς υπήρξε το πρωτοπόρο και φωτεινότερο περιοδικό που εκδόθηκε στα προεπαναστατικά χρόνια. Ο «Λόγιος Ερμής» ήταν το πρώτο σοβαρό ελληνικό περιοδικό που εκδιδόταν στα χρόνια της σκλαβιάς, και συγκέντρωνε στις σελίδες του τους πιο γνωστούς λόγιους της εποχής. Από τις σελίδες του δόθηκαν αξιοπρεπείς μάχες γύρω από το γλωσσικό θέμα, μεταξύ των αρχαϊστών, που αντιπροσώπευε η παράταξη του Αδαμάντιου Κοραή, και των υπολοίπων που πρέσβευαν την επικράτηση της νεοελληνικής ζωντανής γλώσσας. Το νεοσύστατο περιοδικό φύτρωσε κάτω από την άγρυπνη λογοκρισία του ιδρυτή της Ιεράς Συμμαχίας του Μέττερνιχ, ο οποίος αντιμαχόμενος κάθε ιδέα για απελευθέρωση των υπόδουλων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία λαών, παρακολουθούσε κάθε παράξενο γραφτό, ικανό να διαταράξει τις άριστες σχέσεις του με την Πύλη και τον Σουλτάνο. Έτσι, ο Γαζής και το περιοδικό του παρακολουθούνταν άγρυπνα απ' την αυστριακή αστυνομία. Σε μία αναφορά μυστικού πράκτορα της Βιέννης στην προϊσταμένη του αρχή, αναφέρονται τα παρακάτω για τον «Λόγιο Ερμή»:
. «O Άνθιμος Γαζής εκδίδει με την άδεια της λογοκρισίας περιοδικόν εις νεοελληνικήν γλώσσαν υπό τον τίτλο «Λόγιος Ερμής». Το περιοδικόν τούτο καίτοι εξωτερικώς επιδιώκει να «διαφωτίση φιλολογικώς το Ελληνικόν Έθνος», αποτελεί εν τούτοις συγχρόνως το σημείον συγκεντρώσεως των εν διασπορά Ελλήνων, οι οποίοι υπέρ ποτέ άλλοτε ονειροπολούν την αναγέννησιν της Ελλάδος. Ο Γαζής ευρίσκεται ωσαύτως εις στενωτάτας σχέσεις με τον Μητροπολίτην της Βλαχίας Ιγνάτιον, ο οποίος παίζει εκεί έναν σπουδαίον ρόλο, πληρώνει ένα μέρος των εξόδων της εκδόσεως και διανέμει δωρεάν αντίτυπα του «Λογίου Ερμού». Επί την αναγέννησιν αυτήν της Ελλάδος τρέφουν ελπίδας συγχρόνως το Παρίσι και η Πετρούπολις, ενώ η προαγωγή των ελπίδων αυτών φαίνεται ότι αποτελεί την μονομανίαν του Γαζή».
Ο «Λόγιος Ερμής» εκδιδόταν μέχρι το 1816. Κάτω από το καθεστώς της Ιεράς Συμμαχίας, που εξέφραζε την πιο άτιμη και ανίερη συμφωνία των μεγάλων της Ευρώπης, να κρατούν τους μικρούς λαούς στα δεσμά της σκλαβιάς, ήταν αδύνατο να μακροημερεύσει ένα τόσο προοδευτικό και αγωνιστικό περιοδικό, σε μια περίοδο μάλιστα που ένας μικρός λαός, όπως ο ελληνικός, ξεσηκωνόταν κατά των τυράννων του.
Το 1814 υπογράφει μαζί με τον Γρηγόριο Κωνταντά το ιδρυτικό της Μηλιώτικης Σχολής και αρχίζει πλέον να συγκεντρώνει οικονομικές ενισχύσεις από τους ομογενείς, για την αποπεράτωση των εργασιών και την λειτουργία της. Προσανατολίζεται πλέον στο να επιστρέψει πλέον για μόνιμη εγκατάσταση στην πατρώα γή, αφού προηγουμένως έχει φροντίσει να αποστείλει στις Μηλιές, για τις ανάγκες της Σχολής, όλη του την βιβλιοθήκη, η οποία αριθμούσε άνω των 10.000 τόμων. (Οι τόμοι αυτοί αποτέλεσαν την βιβλιοθήκη της Μηλιώτικης Σχολής και κατά το μεγαλύτερο μέρος τους σώζονται σήμερα στην Βιβλιοθήκη του χωριού).
Από τα προηγούμενα ακόμα χρόνια είχε γνωριστεί στην Βιέννη με τον Καποδίστρια, υπουργό τότε εξωτερικών της Ρωσίας, αλλά και με τον ίδιο τον τσάρο Αλέξανδρο, που λειτουργήθηκε στην εκκλησία του. Σαν μακρινός επίσης αντίλαλος έφτασαν στ' αυτιά του και οι πληροφορίες για μια Επαναστατική Εταιρία που οργάνωνε μυστικά τον ξεσηκωμό των σκλάβων συμπατριωτών του. Στην αρχή, όντας ο ίδιος οπαδός του Κοραή που πρέσβευε πως θα έπρεπε να προπαρασκευασθεί ιδεολογικά και πνευματικά το έθνος πριν προχωρήσει σε επαναστατικά εγχειρήματα, δεν ήταν σύμφωνος για τέτοια εγερτήρια κινήματα και μάλιστα όταν του έκαναν τις πρώτες κρούσεις ο Σκουφάς και ο Τσακάλωφ να γίνει μέλος της Φιλικής Εταιρίας, ο ίδιος αρνήθηκε. Αργότερα όμως (μάλλον στο 1817), ακολουθώντας την φωνή της φλογερής καρδιάς του, δέχεται να μυηθεί στους σκοπούς της Φιλικής Εταιρίας, της οποίας μάλιστα δεν αργεί να γίνει από τα κορυφαία ηγετικά στελέχη και από τα πιο ενθουσιώδη και δραστήρια μέλη, χάρη στην παμβαλκανική του ακτινοβολία.
Το τελευταίο γράμμα του απ' τη Βιέννη το έστειλε ο Γαζής στον Κωνσταντά στις 13 Μαρτίου 1817, και τον πληροφορούσε μ' αυτό πως θα έφευγε πια από εκεί και θα ερχόταν μέσω της Πόλης στο Πήλιο και στις Μηλιές για να τον συνδράμει στην παιδευτική λειτουργία της νεοσύστατης Σχολής τους. Πρώτος σταθμός αυτού του ταξιδιού της οριστικής επιστροφής από την αποδημία του Γαζή ήταν η Οδησσός, όπου συναντιέται με τους πρωτεργάτες της Φιλικής Εταιρίας Σκουφά, Ξάνθο και Τσακάλωφ κι επεξεργάζονται μαζί τα σχέδια του μελλούμενου να ξεσπάσει σε λίγο καιρό πανεθνικού ξεσηκωμού.
Περνώντας κατόπιν από την Κωνσταντινούπολη, φροντίζει και συγκεντρώνει από τους εκεί ομογενείς χρήματα για την λειτουργία της Σχολής, κι ύστερα κατεβαίνει στην Ελλάδα, κάνοντας τον περιηγητή και κρυφά τον εθνεγέρτη επαναστάτη. Επισκέπτεται τις Σπέτσες και την Ύδρα και κουβεντιάζει με τους καραβοκύρηδες καπεταναίους, πάει και στην Αθήνα κι ορκίζει πολλούς πατριώτες στα μυστικά της Εταιρίας, περνάει και στον Μοριά και συναντιέται με κάμποσους αρματολούς, ενώ και μετά την επιστροφή του στα πάτρια εδάφη του Πηλίου, τον βρίσκουμε ένα χρόνο αργότερα στη Φωκίδα, στην Πίνδο, στον Όλυμπο και στη Χαλκιδική να κατηχεί στα μυστικά του Αγώνα μπαρουτοκαπνισμένους οπλαρχηγούς και καπεταναίους.
Σαν έφτασε στις Μηλιές, του έγινε θερμή υποδοχή από τους συγχωριανούς του, που βέβαια τον περίμεναν σαν δάσκαλο στο καινούργιο σχολειό τους. Ωστόσο, ο Γαζής, δεν κατέβηκε στην Ελλάδα για να εφοδιάσει με πτυχία σπουδαστές, μα για να ετοιμάσει ψυχωμένους και πιστούς μαχητές της λευτεριάς. Ωστόσο και για να μη δώσει λαβές σε υπόνοιες που θα ήταν επικίνδυνες για την εξέλιξη του Αγώνα στους ανυποψίαστους για την επαναστατική αποστολή του συμπατριώτες του και κυρίως βέβαια στον Κωνσταντά, του οποίου γνώριζε την μετριοπάθεια, το σκεπτικισμό και τη συντηρητικότητα, καθώς και την πάγια θέση του που ήταν αρνητική για ένα όχι σωστά και σχολαστικά σχεδιασμένο και οργανωμένο επαναστατικό κίνημα, ο Γαζής ανέλαβε διδασκαλικά καθήκοντα στη Σχολή. Ο ίδιος όμως, με διάφορες προφάσεις, λίγο ασχολήθηκε μ' αυτά, αφήνοντας τον Κωσταντά, στον οποίο ως την τελευταία ώρα δεν ανακοίνωσε τίποτε για τα επαναστατικά σχέδιά του, να ασκεί το κύριο εκπαιδευτικό έργο. Κι αυτός, έτρεχε με κάθε ευκαιρία στα χωριά του Πηλίου, κατηχώντας μυστικά και συσπειρώνοντας γύρω του όλα τα αγωνιστικά στοιχεία της Θεσσαλομαγνησίας, και κυρίως τους πιο ψυχωμένους πρόκριτους των πηλιορείτικων χωριών και τους Μπασδεκαίους αρματολούς, που από παράδοση είχαν το πάνω χέρι στο Πήλιο αλλά και στις περιοχές του Βελεστίνου, του Αλμυρού και του Δομοκού, καθώς και άλλους θεσσαλομάγνητες οπλαρχηγούς και μικροκαπεταναίους. Ακόμα ήρθε σε συνεννόηση με τους Υδραίους και Σπετσιώτες καραβοκύρηδες να του στείλουν στη δεδομένη ώρα το στόλο τους, για να ενισχύσουν την πηλιορείτικη εξέγερση όταν αυτή θα ξεσπούσε.
Στις 10 Απριλίου του 1821, ημέρα Πάσχα, συγκεντρώθηκαν στις Μηλιές, στο σπίτι του Φιλικού Γιάννη Δήμου, που ήταν και δεξί χέρι του Γαζή, όλοι οι Φιλικοί της περιοχής και ασχολήθηκαν με την καλύτερη οργάνωση του κινήματος. Εκεί διαβάστηκαν και από το Γαζή τα έγγραφα που του είχε στείλει ο Δημήτριος Υψηλάντης, με τον οποίο ο ίδιος, όπως και όλη η ηγετική ομάδα της Φιλικής Εταιρίας, είχε τακτική επαφή για τον καλύτερο συντονισμό του Αγώνα. Τότε ήταν που για πρώτη φορά μάθαινε τα σχετικά καθέκαστα κι ο συνεργάτης του Γρηγόριος Κωνσταντάς, ο οποίος, και παρά τις αρχικές του επιφυλάξεις, συντάχθηκε με τους επαναστάτες. Την ίδια μέρα, την ώρα που ο παπάς έψελνε στις εκκλησιές το «Χριστός Ανέστη», οι μυημένοι Φιλικοί των χωριών του Πηλίου, συνεννοημένοι με τον Γαζή, φωνάξανε στις εκκλησιές «Ελλάς Ανέστη», για να σφυγμομετρήσουν τις αντιδράσεις του λαού. Και καθώς δεν υπήρξε καμιά αντίδραση, ο Γαζής και οι συνεργάτες του κανόνισαν τις τελευταίες λεπτομέρειες της πηλιορείτικης επανάστασης και όρισαν σαν σύνθημα για την έναρξη του ξεσηκωμού των χωριών, τον ερχομό στον Παγασητικό κόλπο των σπετσιώτικων και υδραίϊκων πολεμικών καραβιών, που είχαν οριστεί για να πολιορκήσουν το Κάστρο του Γόλου.
Τα ελληνικά πλοία μπήκαν στον Παγασητικό στις 6 Μαίου και την επόμενη μέρα αράξανε μπροστά στο Κάστρο του Γόλου, που το πολιορκούσαν κιόλας οι πηλιορείτες επαναστάτες, με αρχηγό τον Κυριάκο Μπασδέκη. Την ίδια μέρα (7 Μαίου ) κηρύσσεται κι επίσημα η επανάσταση στη Θεσσαλομαγνησία, με δύο σημαντικά γεγονότα, μέσα από τα οποία επισημαίνεται ο πρωταγωνιστικός ρόλος του Γαζή. Το πρώτο είναι η ύψωση από τον ίδιο τον φλογερό ρασοφόρο πρωτοεπαναστάτη της επαναστατικής σημαίας (σ.σ. η σημαία αυτή φυλάσσεται σήμερα στην Βιβλιοθήκη του χωριού) στην πλατεία των Μηλεών, και το δεύτερο είναι η κυκλοφορία της πρώτης επαναστατικής διακήρυξης «προς τους λαούς της Ζαγοράς, των Φερών και της Αγυιάς» που υπογράφει ο ίδιος, ως «επίτροπος της Υπερτάτης Αρχής».
Ωστόσο η συνέχεια δεν δικαίωσε τις προσδοκίες του Γαζή και των συνεργατών του. Το πρώτο εκείνο επαναστατικό κίνημα της Θεσσαλομαγνησίας απέτυχε, σχεδόν στο ξεκίνημά του. Κύριες αιτίες της αποτυχίας του, οι εμφανείς αδυναμίες στην πολιτική οργάνωση του κινήματος, η μη αξιόμαχη στρατιωτική συγκρότηση των επαναστατών, η έλλειψη πολεμοφοδίων και στρατιωτικών ενισχύσεων από την υπόλοιπη Ελλάδα και κυρίως το γεγονός ότι οι στρατιωτικές ενισχύσεις των Τούρκων ήταν πολύ κοντά, και συγκεκριμένα στην τουρκοβριθή Λάρισα, και η έγκαιρη και ανεμπόδιστη επέμβασή τους δεν παρουσίαζε προβλήματα. Αποτέλεσμα; Τ' ασκέρια του Μαχμούτ Πασά Δράμαλη, κατέφθασαν τις αμέσως επόμενες μέρες του κινήματος στο Πήλιο, και αφού έλυσαν την πολιορκία του Κάστρου του Γόλου, μέσα στο καλοκαίρι του 1821 κατέπνιξαν την εξέγερση των πηλιορείτικων χωριών.
Μετά την αποτυχία του κινήματος ο Γαζής κατέφυγε στη νότια Ελλάδα, όπου και συνέχισε την επαναστατική του δραστηριότητα, ως αντιπρόσωπος της Θεσσαλομαγνησίας σε όλες σχεδόν τις Εθνικές Συνελεύσεις, ως μέλος του Αρείου Πάγου της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, και ως μέλος επίσης της «Επιτροπής των στρατευμάτων για την φύλαξη των μερών». Από τις θέσεις αυτές μεριμνούσε στο να διατηρείται ζωντανό το ενδιαφέρον της Κυβέρνησης για επανάληψη των εγερτήριων κινημάτων στο Πήλιο, κι ήταν από τους πρωταγωνιστές της αναθέρμανσης του πηλιορείτικου ξεσηκωμού στα 1823. Ενός ξεσηκωμού που, όπως και ο προηγούμενος του 1821, στοίχισε ακριβά στα πηλιορείτικα χωριά και που επίσης δεν είχε τα αναμενόμενα από τον ίδιο θετικά αποτελέσματα για την απελευθέρωση της πατρίδας τους.
Ωστόσο η αποτυχία κι αυτού του επαναστατικού κινήματος στο Πήλιο απογοήτευσε το Γαζή, ο οποίος αποσύρθηκε στα 1824 στην Τήνο και λίγο αργότερα στην Σύρο, όπου κι ασχολήθηκε με την αναδιοργάνωση των σχολείων τους, ενώ για κάποιο διάστημα το 1827 τον βρίσκουμε και στην Σκύρο. Με τον ερχομό του Καποδίστρια, ο Γαζής, παρά την παλιά του φιλία με τον πρώτο Κυβερνήτη της Ελλάδας, παραμερίστηκε από την διαχείριση των κοινών, όπως και πολλοί άλλοι Φιλικοί. Κι αυτή την παραγκώνισή του ο Γαζής δεν μπόρεσε να την ξεπεράσει. Και καθώς και η υγεία του ήταν πια σοβαρά κλονισμένη και ζούσε πια «εν εσχάτη πενία και αθλιότητι» στη Σύρο, όντας χωρίς καμιά οικονομική βοήθεια ή σύνταξη από το επίσημο κράτος, που τον αντάμειβε με την πλήρη αδιαφορία του για τις μεγάλες εθνικές του υπηρεσίες, ο Γαζής δεν άντεξε και πέθανε στις 24 Νοεμβρίου του 1828.
Η κηδεία του ήταν πάνδημη στην Ερμούπολη της Σύρου κι έγινε με μεγάλες τιμές, ενώ η είδηση του θανάτου του μεγάλου Μηλιώτη διαφωτιστή κι επαναστάτη λύπησε βαθιά τους αμέτρητους σε όλη την Ελλάδα συνεργάτες, συναγωνιστές και φίλους του αλλά κι αυτούς τους πολιτικούς αντιπάλους του. Η επίσημη όμως Πολιτεία δεν απέδωσε τις οφειλόμενες τιμές στον πηλιορείτη λόγιο και αγωνιστή...».
(Σ.Σ. Χώμα από τον χώρο ταφής του Άνθιμου Γαζή στην Σύρο, μεταφέρθηκε στις Μηλιές το 2003, και εναποτέθηκε σε κενοτάφιο που κατασκευάστηκε δίπλα στον τάφο του Γρηγ. Κωνσταντά, ανατολικά από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου του Νεομάρτυρα, ακριβώς δίπλα στον χώρο που υπήρχε ως το 1943 το κτίριο της Μηλιώτικης Σχολής. Το τριπλό μνημείο που υπάρχει σήμερα εκεί, ολοκληρώθηκε σχετικά πρόσφατα - στις 9 Οκτωβρίου 2005 - με την μεταφορά και εναπόθεση λάρνακας με χώμα από τον τάφο του Δανιήλ Φιλιππίδη στο Μπάλτς της Μολδαβίας. Τις σχετικές εκδηλώσεις - που έγιναν με αφορμή το 2ο Πανελλήνιο Συνέδριο για τους 3 Μηλιώτες Δάσκαλους του Γένους - τίμησαν με την παρουσία τους 2 Πρόεδροι Δημοκρατίας: οι κ.κ. Κάρολος Παπούλιας Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας και Βλαντιμίρ Βορόνιν Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Μολδαβίας, οι οποίοι σε ανάμνηση της επίσκεψής τους φύτεψαν 2 πλατάνια στον χώρο).
Από το 2003, η επέτειος της κήρυξης της Επανάστασης του Πηλίου από τον Άνθιμο Γαζή, εορτάζεται επίσημα με ειδική τελετή που πραγματοποιείται στον ναό των ΠαμμεγίστωνΤαξιαρχών.
http://www.istorikathemata.com/